Σάββατο 13 Απριλίου 2024

 

Κυριακὴ Δ΄ Νηστειῶν 

Εὐαγγελικὸ καί Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα

 Κυριακῆς 14 Ἀπριλίου 2024


Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 14 Ἀπριλίου 2024, Κυριακή Δ΄ Νηστειῶν – Ἰωάννου τῆς Κλίμακος (Μάρκ. θ΄ 17-31)

17 καὶ ἀποκριθεὶς εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπε· διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. 18 καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν κατα­λάβῃ, ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀ­­­φρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. 19 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕ­­ως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέ­­ρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤν­εγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. 20 καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. 21 καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστίν, ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν. 22 καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς. 

23 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι ­πιστεῦσαι, πάν­­τα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. 24 καὶ εὐθέως κράξας ὁ πα­τὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. 25 ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐ­­πισυντρέχει ὄχλος, ἐπετί­μη­σε τῷ πνεύματι τῷ ἀκα­θάρτῳ λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. 26 καὶ κρᾶξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. 27 ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. 28 Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό.

 29 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. 30 Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· 31 ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐ­τ­οῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦ­­­σιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

17 Τότε ἕνας μέσα ἀπ’ τό πλῆθος τοῦ ἀποκρίθηκε: Διδάσκαλε, σοῦ ἔφερα τόν γιό μου πού ἔχει καταληφθεῖ ἀπό δαιμονικό πνεῦμα, πού τοῦ πῆρε καί τή λαλιά. 18 Καί σ’ ὅποιο μέρος τόν πιάσει, τόν ρίχνει κάτω, κι ἀφρί­ζει καί τρίζει τά δόντια του καί μένει ξερός κι ἀναί­σθητος. Εἶπα στούς μαθητές σου νά τό βγάλουν, ἀλλά δέν μπόρεσαν.

19 Τότε ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀποκρίθηκε: Ὤ γενιά πού τόσα θαύματα εἶδες καί εἶσαι ἀκόμη ἄπιστη! Ἕως πότε θά εἶμαι μαζί σας; Ἕως πότε θά σᾶς ἀνέχομαι; Φέρτε τόν μου ἐδῶ. Καί τόν ἔφεραν κοντά του. 20 Κι ὅταν τό πονηρό πνεῦμα εἶδε τόν Ἰησοῦ, ἀμέσως τάραξε μέ σπασμούς τόν νέο, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἔπεσε κάτω στή γῆ, κυλιόταν κι ἔβγαζε ἀφρούς ἀπ’ τό στόμα του. 21 Τότε ρώτησε ὁ Κύριος τόν πατέρα τοῦ παιδιοῦ: Πό­σος καιρός εἶναι ἀπό τότε πού τοῦ συμβαίνει αὐτό; Κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: Ἀπό μικρό παιδί. 22 Πολλές φορές μάλιστα τόν ἔριξε καί στή φωτιά καί στά νερά γιά νά τοῦ πάρει τή ζωή. Ἀλλά ἐάν μπορεῖς νά κάνεις κάτι, λυπήσου μας καί βοήθησέ μας.

 23 Ὁ Ἰησοῦς τότε τοῦ εἶπε τό ἑξῆς: Ἐσύ ἐάν μπορεῖς νά πιστέψεις, ὅλα εἶναι δυνατά σ’ ἐκεῖνον πού πιστεύει. 24 Κι ἀμέσως φώναξε δυνατά ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ μέ δάκρυα καί εἶπε: Πιστεύω, Κύριε, ὅτι ἔχεις τή δύναμη νά μέ βοηθήσεις. Βοήθησέ με ν’ ἀπαλλαγῶ ἀπ’ τήν ὀλιγοπιστία μου καί ἀναπλήρωσε ἐσύ τήν ἔλλειψη τῆς πίστεώς μου. 25 Ὅταν λοιπόν εἶδε ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἔτρεχε ἐκεῖ καί μα­ζευ­όταν πολύς λαός, πρόσταξε αὐστηρά τό ἀ­κά­θαρ­το δαι­μονικό πνεῦμα καί τοῦ εἶπε: Πνεῦμα ἄλα­λο καί κου­φό, ἐγώ σέ διατάζω, βγές ἀπ’ αὐτόν καί μήν ξα­να­μπεῖς ποτέ πιά μέσα του. 26 Τότε τό πονηρό πνεῦμα, ἀφοῦ κραύγασε δυνατά καί συντάραξε τό παιδί, βγῆκε. Κι ὁ νέος ἔγινε σάν νεκρός, ὥστε πολλοί νά λένε ὅτι πέθανε. 27 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τόν ἔπιασε ἀπ’ τό χέρι καί τόν σήκωσε· κι ἐκεῖνος στάθηκε ὄρθιος. 28 Ὅταν κατόπιν ὁ Κύριος μπῆκε σέ κάποιο σπίτι, τόν ρω­τοῦ­σαν ἰδιαιτέρως οἱ μαθητές του: Γιατί ἐμεῖς δέν μπορέσαμε νά βγάλουμε τό πονηρό πνεῦμα; 29 Κι ἐκεῖνος τούς ἀπάντησε: Αὐτό τό εἶδος τοῦ δαιμονίου δέν βγαίνει μέ τίποτε ἄλλο παρά μέ προσευχή πού συνο­δεύεται μέ νηστεία, ὥστε ἡ προσευχή νά γί­νεται μέ διάνοια ὅσο τό δυνατόν ἐλαφρότερη καί περισσότερο προσηλωμένη στόν Θεό. 30 Κι ἀφοῦ βγῆκαν ἀπό ἐκεῖ, προχωροῦσαν ἀθό­ρυ­βα διασχίζοντας τή Γαλιλαία, ἀκολουθώντας τή δυτική ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου. Καί δέν ἤθελε νά μάθει κανείς ὅτι περνοῦσαν ἀπό ἐκεῖ. 31 Διότι ἤθελε νά μένει μόνος του μαζί μέ τούς μαθητές του, τούς ὁποίους συστηματικά πλέον δίδασκε καί τούς ἔλεγε ὅτι ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, θά πα­ρα­δοθεῖ μετά ἀπό λίγο στά χέρια ἀνθρώπων, κι αὐ­τοί θά τόν θανατώσουν. Κι ἀφοῦ πεθάνει, τήν τρίτη ἡμέρα ἀπό τό θάνατό του θά ἀναστηθεῖ.


 


Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 14 Ἀπριλίου 2024, Δ΄ Νηστειῶν (Ἰωάννου τῆς Κλίμακος) (Ἑβρ. ς΄ 13-20)

Ἀδελφοί, τῷ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ᾿ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ᾿ ἑαυτοῦ, λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλο­γήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε· καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας. ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.

 

Η ΟΔΟΣ ΤΗΣ ΥΠΟΜΟΝΗΣ

«Μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας»

Μιὰ ὑπέροχη μορφὴ μᾶς προβάλλει ἡ ἀποστολικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα στὴ θεία Λειτουργία: τὸν μεγάλο Πατριάρχη Ἀβραάμ. Τὸν γίγαντα αὐτὸ τῆς πίστεως, ὁ ὁποῖος δέχθηκε τὶς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ, τὶς μεγάλες ὑποσχέσεις του στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἡ ἐκπλήρωση τῶν ἐπαγγελιῶν αὐτῶν, βέβαια, δὲν ἦλθε ἀμέσως. Ἂς δοῦμε λοιπὸν σήμερα πῶς πέτυχε ὁ Ἀβραὰμ τὴν ἐκπλήρωση τῆς εὐλογίας ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς καὶ πῶς κι ἐμεῖς θὰ βλέπουμε τὶς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ νὰ ἐπαληθεύονται στὴ ζωή μας.

1. Ἡ προσμονὴ τοῦ Ἀβραὰμ

Δὲν ἦταν λίγα, οὔτε εὔκολα πραγματοποιήσιμα αὐτὰ ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς στὸν Ἀβραάμ. Τοῦ ἔδωσε μάλιστα ὅρκο, ὅπως ἀκούσαμε στὴν ἀποστολικὴ περικοπή. Καὶ τοῦ εἶπε ὅτι θὰ τοῦ χαρίσει ἀπογόνους πολλοὺς «ὡς τὴν ἄμμον τῆς γῆς» (Γεν. ιγ΄ 16)· ὅτι ἡ οἰκογένειά του θὰ γίνει «ἔθνος μέγα» (Γεν. ιβ΄ 2)· ὅτι θὰ τοῦ δώσει «πᾶσαν τὴν γῆν» Χαναάν, γιὰ νὰ τὴν ἔχει ὡς δική του πατρίδα, κι ὅτι ἀπὸ κάποιον ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους του θὰ εὐλογηθοῦν «πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς» (Γεν. ιη΄ 18).

Τὰ χρόνια ὅμως περνοῦσαν. Ὁ Ἀ­βραὰμ ἦταν ἤδη σὲ προχωρημένη ἡλικία, τὸ ἴδιο καὶ ἡ γυναίκα του ἡ Σάρρα, χωρὶς νὰ ἔχουν ἀποκτήσει παιδί. Πότε θὰ τοὺς ἔδινε ὁ Θεὸς ἀπόγονο; Ὅλα ἔδειχναν ἀντίθετα πρὸς τὴν ἐκπλήρωση τῶν ὑποσχέσεών του.

Ὁ Ἀβραὰμ, ὡστόσο, δὲν ἀπελπιζόταν, οὔτε γόγγυζε, οὔτε ἀδημονοῦσε. Περίμενε καρτερικά. Ἀφοῦ τὸ εἶχε πεῖ ὁ Θεός, θὰ γινόταν. Εἶχε ἐμπιστοσύνη ἀπόλυτη στὸν Θεὸ καὶ ἔκανε ὑπομονή. «Μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας». Μακροθύμησε, ἔδειξε καρτερικότητα, ἔκανε ὑπομονὴ γιὰ ἀρκετὰ χρόνια καὶ εἶδε νὰ ἐπαληθεύονται οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ στὴ ζωὴ τὴ δική του καὶ τῶν ἀπογόνων του. Ὁ Θεὸς τοῦ χάρισε στὰ γηρατειά του παιδί, τὸν Ἰσαάκ. Μάλιστα δοκίμασε ἐκ νέου τὴν πίστη τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τὴν ὑπομονή του, ὅταν τὸν κάλεσε νὰ θυσιάσει τὸν μονάκριβο γιό του, τὸν Ἰσαάκ, αὐτὸν ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἐπρόκειτο νὰ προέλθει «ἔθνος μέγα». Στὸ τέλος, ἔπειτα ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραὰμ ἐγκαταστάθηκαν στὴ γῆ Χαναάν, στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας.

Ἂν καὶ προχωροῦσε ἀργὰ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἀβραὰμ δὲν ἔπαυε νὰ ὑπομένει, ὥσπου ἔπειτα ἀπὸ αἰῶνες, ὕστε­­ρα ἀκόμη κι ἀπὸ τὴν κοίμησή του, εἶδε ἀπὸ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου βρισκόταν, τὸν ἀπόγονό του, ἀπὸ τὸν Ὁποῖο ἦλθε ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Εἶδε τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία, τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ νὰ γίνεται ἄνθρωπος· «εἶδε καὶ ἐχάρη» (Ἰω. η΄ 56).

2. Ἀπαραίτητη ἡ ὑπομονὴ

Ὁ Θεὸς κάποτε ἀργεῖ νὰ ἐπέμβει, νὰ ἐνεργήσει καὶ στὴ δική μας ζωή. Ἂν καὶ ἐπανειλημμένως μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ ὅτι θὰ εἶναι στὸ πλευρό μας καὶ δὲν θὰ μᾶς ἀφήσει ἀπροστάτευτους, ὡστόσο ὑπάρχουν περιπτώσεις ποὺ ἐπιτρέπει νὰ δοκιμασθοῦμε. Χρονίζει νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴ θλίψη. Δοκιμάζει τὴ σταθερότητά μας. Ζυγίζει τὴν πίστη μας. Βλέπει τὴν ὑπομονή μας. Διότι ὑπομονὴ χρειάζεται καὶ στὸν καιρὸ τῆς δοκιμασίας. «Δι᾿ ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα» (Ἑβρ. ιβ΄ 1)· μὲ ὑπομονὴ καλούμαστε νὰ τρέχουμε στὸν ἀγώνα τῆς παρούσας ζωῆς. Ὑπομονὴ ἀγόγγυστη, μὲ ἀνδρεία· ὑπομονὴ βασισμένη στὴ βαθιὰ πίστη ὅτι γνωρίζει ὁ Κύριος· ἀπὸ ἀγάπη τὰ ἐπιτρέπει ὅλα γιὰ τὸ καλό μας. Τότε θὰ δοῦμε νὰ ἐκπληρώνονται οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας.

Κι ὄχι μόνο στὴν ἐπίγεια ζωή. Τὸ σημαντικότερο εἶναι ὅτι, ἂν κάνουμε ὑπομονή, θὰ ἀπολαύσουμε τὴν ἐκπλήρωση τῶν πραγματικὰ μεγάλων ἐπαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ. Ἂν στὸν Ἀβραὰμ καὶ τοὺς ἀπογόνους του ὁ Κύριος ὑποσχέθηκε τὴ γῆ Χαναὰν γιὰ νὰ κατοικήσουν, δηλαδὴ μιὰ εὔφορη περιοχὴ τῆς γῆς αὐτῆς, σ᾿ ἐμᾶς, τὸν πιστὸ λαό του, ἔχει ὑποσχεθεῖ τὴν οὐράνια «Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας», τὴν οὐράνια Βασιλεία του, τὴν αἰώνια μακαριότητα τοῦ Παραδείσου, «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στενα­γμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος». Ἐκεῖ δὲν θὰ ὑπάρχει οὔτε πόνος, οὔτε λύπη, οὔτε ἀναστεναγμός, ἀλλὰ ἀτελεύτητη ζωή, ἄρρητη χαρὰ καὶ εὐφροσύνη.

Τὸ κάθε τὶ ποὺ ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς στὴ ζωή μας, ἐκεῖ ἀποβλέπει, στὴν οὐράνια Βασιλεία του· γιὰ ἐκεῖ μᾶς ἑτοιμάζει. Γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε ὅμως τὴν ἐκπλήρωση τῶν ἐπαγγελιῶν αὐτῶν εἶναι ἀπαραίτητο νὰ κάνουμε ὑπομονή. Αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν οὐράνια «Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας». Μέχρι τὸ τέλος ὑπομονή! Καὶ τὸ τέλος μᾶς ἐπιφυλάσσει σωτηρία αἰώνια, ἀτέρμονη μετοχὴ στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀπερίγραπτη εὐφροσύνη, τὴν ὁ­ποία θὰ ἀπολαμβάνουμε οἱ πιστοὶ ἀτενίζοντας τὸ θεῖο Πρόσωπό του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: