Δευτέρα 18 Μαρτίου 2024

 

Η πραγματικότητα της Καθαράς Δευτέρας.


 

Την  όχι απλώς ξέρουμε ότι είναι η πρώτη ημέρα της Τεσσαρακοστής, αλλά το νιώθουμε αυτό.

Δεν νιώθουμε την Καθαρά Δευτέρα ότι είναι Χριστούγεννα, δεν νιώθουμε σήμερα ότι είναι Θεοφάνεια ή κάποια άλλη ημέρα του έτους, αλλά νιώθουμε ότι είναι Καθαρά Δευτέρα. Όχι απλώς ξέρουμε από το ημερολόγιο ότι σήμερα είναι Καθαρά Δευτέρα, αλλά το νιώθουμε, το ζούμε αυτό. Και αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια, μια πραγματικότητα, μέσα στην Εκκλησία.

Όσοι από τους χριστιανούς άρχισαν πλέον να έχουν αληθινή πίστη – πίστη στον Θεό, πίστη στην αποκάλυψη που μας έκανε ο Θεός, πίστη στην Εκκλησία, στη διδασκαλία της Εκκλησίας, στη ζωή της Εκκλησίας – και άρχισαν να μυούνται στη ζωή της Εκκλησίας, να ζουν τη ζωή της Εκκλησίας, οι χριστιανοί αυτοί σήμερα που είναι η πρώτη ημέρα της Τεσσαρακοστής, η πρώτη ημέρα της Καθαράς Εβδομάδος, η Καθαρά Δευτέρα, ζουν την πραγματικότητα της Καθαράς Δευτέρας.

Δεν νομίζουμε απλώς ότι είναι Καθαρά Δευτέρα ούτε απλώς προσπαθούμε να ζήσουμε σύμφωνα με το περιεχόμενο της Καθαράς Δευτέρας, αλλά αυτή η ίδια η ημέρα – που είναι η ζωή της Εκκλησίας, η πραγματικότητα της Εκκλησίας – είναι εκείνη η οποία μας βοηθάει να ζούμε την Καθαρά Δευτέρα, να νιώθουμε ότι είναι Καθαρά Δευτέρα.

Δηλαδή θα έλεγε κανείς ότι το ενενήντα τα εκατό, για να ζήσουμε τη σημερινή ημέρα, το βάζει η Εκκλησία. Το όλο πνεύμα, η όλη Χάρις που είναι διαχυμένη σε όλη την ατμόσφαιρα και ειδικότερα μέσα στο ναό, μέσα στην ακολουθία, είναι το ενενήντα τα εκατό που το βάζει η Εκκλησία, που μας έρχεται από το περιβάλλον της Εκκλησίας, από την ατμόσφαιρα της Εκκλησίας, από τη ζωή της Εκκλησίας, και ένα δέκα τα εκατό βάζουμε εμείς.

Όμως άμα δεν βάλεις αυτό το δέκα τα εκατό – εγώ θα έλεγα, αν θέλετε, και ένα τα εκατό – άμα δεν βάλεις αυτό, δεν βρίσκεις και το άλλο. Όπως το μοτοράκι, έχουμε πει και άλλη φορά, για να βγάλει νερό από μια δεξαμενή, πρέπει να ρίξεις πρώτα λίγο νερό, για να γεμίσει ο σωλήνας που συνδέει το μοτοράκι με τη δεξαμενή, και μετά βγάζεις συνέχεια νερό. Δεν χρειάζεται να ξαναρίξεις.

Χρειάζεται λοιπόν κάτι να κάνουμε. Γι’ αυτό να μην αφήνουμε να περνάει η ημέρα, τουλάχιστον τώρα τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, χωρίς να πάνε, όσοι μπορούν, στην εκκλησία ή το πρωί ή το βράδυ. Αλλά και όσοι δεν μπορούν, να μην περάσει η ημέρα, χωρίς να προσευχηθούν. Αλλά όχι απλώς να προσευχηθούν. Να προσευχηθούν κάπως περισσότερο, κάπως ιδιαίτερα. Είναι Μεγάλη Σαρακοστή· είναι μια ειδική περίοδος αυτή.

Να προσευχηθεί κανείς λίγο παραπάνω το πρωί, λίγο παραπάνω το βράδυ, να κάνει μερικές μετάνοιες. Θυμάστε, είχαμε πει και πέρυσι, αν κάνει κανείς είκοσι έως εικοσιπέντε μετάνοιες, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι όλες αυτές οι μετάνοιες, οι κύριες μετάνοιες που υπάρχουν μέσα στην πρωινή ακολουθία. Υπάρχουν και πολλές άλλες, αλλά αυτές τις κάνουμε, όταν λέμε το «Κύριε και δέσποτα της ζωής μου…», που το λέμε αρκετές φορές. Να κάνει λοιπόν κανείς καμιά εικοσαριά μέχρι εικοσιπέντε μετάνοιες την ημέρα.

Περνάει κανείς από έναν ναό, όπου γίνεται Απόδειπνο· έστω και λίγο, ας μπει μέσα στο ναό. Δέκα λεπτά να μείνει, καλό είναι. Το πρωί περνάει, και γίνεται ακολουθία· ας μπει για λίγο μέσα. Ίσως στο σπίτι δεν έχει χώρο κανείς, ίσως γίνεται θόρυβος κλπ. Ας φύγει λίγο νωρίτερα από το σπίτι να πάει στη δουλειά, για να περάσει από κάποιον ναό – νωρίς αρχίζουν οι ναοί – λίγο εκεί να προσευχηθεί.

Και αν ακόμη δεν έχει αρχίσει ο ιερέας την ακολουθία, ο νεωκόρος θα έχει ανοίξει την εκκλησία. Κάπου να καθίσει κανείς εκεί, σε μια γωνιά, να κάνει λίγη προσευχή, να νιώσει ότι σ’ αυτόν τον χώρο θα γίνει σε λίγο η ακολουθία, σαν να είναι κι αυτός.

Μπορεί να είναι στη δουλειά αργότερα, αλλά κάτι ν’ αρπάξει, κάτι να πάρει, ώστε κάπως να αλατισθεί η ύπαρξή του, να χαριτωθεί η ύπαρξή του, από αυτή την πολλή Χάρη που έχει η Εκκλησία μέσα στα μυστήριά της, μέσα στη λατρεία της, μέσα στις ακολουθίες, μέσα στους ναούς.

Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Συνάξεις Τριωδίου Β’ “, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 1999, σελ. 38, 42 (αποσπάσματα).

 

Χαρταετός: Πότε και που… έσκισε για πρώτη φορά τους αιθέρες.


 Πώς γεννήθηκε άραγε ο χαρταετός; Από πού προέρχεται το έθιμο του πετάγματος του χαρταετού την;

Ποιά αλήθεια είναι η ιστορία του και ποιά η ονομασία που έχει ο χαρταετός στις διάφορες χώρες ανά τον κόσμο;

Ο χαρταετός πετάει για πρώτη φορά γύρω στο 200 π.Χ στην Κίνα και τη Μαλαισία. Εκεί κατασκευάζονται οι πρώτοι χαρταετοί από μετάξι και μπαμπού και μάλιστα με τη μορφή που έχουν ως επί το πλείστον μέχρι σήμερα στις χώρες αυτές, η οποία δεν είναι αλλή από τη μορφή του δράκου.

Από την Κίνα οι χαρταετοί ταξιδεύουν στην Κορέα και την Ιαπωνία για να εμπλουτιστούς με περισσότερα σχέδια.

Γύρο στο 1400 μ.Χ οι Ευρωπαίοι εξερευνητές που ταξιδεύουν στις χώρες της Ασίας φέρνουν τους χαρταετούς στην γηραιά ήπειρο, όπου κατά τους δυο Παγκόσμιους πολέμους χρησιμοποιούνται ως συσκευές παρατήρησης.

Το έθιμο του χαρταετού σήμερα ανά τον κόσμο

Σήμερα κάθε χώρα έχει τα δικά της έθιμα γύρω από το πέταγμα του χαρταετού. Στην Κίνα θεωρείται ιεροτελεστεία από την κατασκευή του εως και το πέταγμά του και μάλιστα διοργανώνονται διαγωνισμοί κάθε χρόνο για τον καλύτερο χαρταετό.

Μάλιστα, οι Κινέζοι πιστεύουν ακόμα και σήμερα ότι πετώντας τον χαρταετό διώχνουν την κακή τύχη και ότι όσο ψηλότερα φτάσει ο αετός τους, τόσο καλύτερη τύχη θα έχουν.

Στην Οσάκα της Ιαπωνίας, κάθε χρόνο, την πέμπτη ημέρα του Μαίου, οι μικροί Ιάπωνες περιμένουν το Κοντομόνο—χι ή αλλιώς τη Μέρα των Παιδιών. Εκείνη την ημέρα, οι οικογένειες που έχουν μικρούς γιους συνηθίζουν να ανεμίζουν στον κήπο πολύχρωμες κορδέλες και πελώριους χαρταετούς σε σχήμα κυπρίνου, που τους έχουν δέσει σ’ ένα μεγάλο στύλο από μπαμπού μ’ έναν ανεμόμυλο στην κορυφή του.

Μια από τις πιο εντυπωσιακές γιορτές πραγματοποιείται εδώ και χιλιάδες χρόνια στη Βόρεια Ινδία, είναι η γιορτή “Basant”, η οποία πραγματοποιείται κάθε Φεβρουάριο στο Πακιστάν για την υποδοχή της άνοιξης.

Επί της ουσίας στήνεται ένα μεγάλο γλέντι, το οποίο προσμένουν με μεγάλη ανυπομονησία μικροί και μεγάλοι. Σε αυτή τη γιορτή, όλοι λαχταρούν να κατακτήσουν με τον χαρταετό τους τον ουρανό, πράγμα που θα τους εξασφαλίσει η χρήση των πιο καλών υλικών, και ιδιαίτερα του ανθεκτικότερου σπάγγου, ο οποίος επικαλύπτεται με σκόνη γυαλιού.

Μαζί με τα υλικά, αυτό που καθορίζει τη νίκη είναι οι επιδέξιοι χειρισμοί που γίνονται κυρίως από τις ταράτσες των σπιτιών.

Στην Ελλάδα οι χαρταετοί κατασκευάζονταν από παιδιά με ή χωρίς τη βοήθεια των μεγάλων με απλά υλικά όπως χαρτί, καλάμι ή λεπτό πηχάκι, σπάγγο και εφημερίδες και με περισσεύματα από τις αποκριάτικες κορδέλες.

Οι ονομασίες του χαρταετού στις διάφορες χώρες:

Στην Αγγλία, ονομάζεται kite, το οποίο είναι το όνομα ενός υπέροχου πουλιού

Στην Ιαπωνία, τακο που σημαίνει χταπόδι και έχει να κάνει με τους πολλούς σπάγγους που κρέμονται από αυτόν.

Στο Μεξικό τον ονομάζουν papalote που σημαίνει πεταλούδα

Στη Γερμανία, Drachen που σημαίνει δράκος

Στην χώρα μας, πέρα από την κλασσίκη ονομασία χαρταετός, στη Θράκη τον λένε και πετάκι, ενώ στα Επτάνησα και φύσουνα.

 

Καθαρά Δευτέρα: Γιατί είθισται να τρώμε λαγάνα.


 

: Η λαγάνα, ο άζυμος αυτός άρτος, παίζει αναμφίβολα κυρίαρχο ρόλο στο νηστίμο τραπέζι της Καθαράς Δευτέρας. Πόσοι, όμως, γνωρίζουμε την ιστορία της και το συμβολισμό που «κρύβεται» πίσω αυτό τον πεντανόστιμο άζυμο άρτο;

Η λαγάνα, παρασκευάζεται χωρίς προζύμι, και έναν τέτοιο πρόχειρο άρτο χρησιμοποίησαν και οι Ισραηλίτες κατά τη νύχτα της Εξόδου τους από την Αίγυπτο υπό την αρχηγία του Μωυσή.

Έκτοτε επιβαλλόταν από το Μωσαϊκό Νόμο για όλες τις ημέρες της εορτής του Πάσχα, μέχρι που ο Χριστός στο τελευταίο του Πάσχα ευλόγησε τον ένζυμο άρτο.

Η ιστορία της λαγάνας διατρέχει όλη τη διατροφική παράδοση από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ο Αριστοφάνης στις «Εκκλησιάζουσες» λέει «Λαγάνα πέττεται» δηλ .»Λαγάνες γίνονται». Ο δε Οράτιος στα κείμενά του αναφέρει τη λαγάνα ως «Το γλύκισμα των φτωχών». 

Το έθιμο της λαγάνας παρέμεινε αναλλοίωτο ανά τους αιώνες και συνηθίζεται να παρασκευάζεται με μεράκι από τον αρτοποιό της γειτονιάς, τραγανή λαχταριστή και σουσαμένια και καταναλώνεται κατά την Καθαρά Δευτέρα, την Πρωτονήστιμη Δευτέρα της Σαρακοστής. Η ονομασία της «Καθαρά» προήλθε από τη συνήθεια που είχαν οι νοικοκυρές το πρωί της ημέρας αυτής, να πλένουν με ζεστό νερό και στάχτη όλα τα μαγειρικά σκεύη, ως «ημέρα κάθαρσης». Στη συνέχεια τα κρεμούσαν στη θέση τους όπου και παρέμεναν μέχρι τη λήξη της νηστείας. Επίσης κατά την ημέρα αυτή εξέρχονταν όλοι οικογενειακώς στην ύπαιθρο και έστρωναν κάτω στη γη και έτρωγαν νηστίσιμα φαγητά όπως χαλβά, ελιές, ταραμά και λαγάνα.

Από την Καθαρά Δευτέρα προετοιμάζεται ο άνθρωπος μετά τις εορτές και την καλοφαγία των Απόκρεων, να καθαρίσει την ψυχή και το σώμα του για να φτάσει στο τέρμα δηλ. στο Πάσχα και να αναστηθεί ξανά με την Ανάσταση του Κυρίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η λαγάνα που έχει το σχή­μα της«κυρα-Σαρακοστής»,που παριστάνει μια μακριά γυναίκα που έχει ένα σταυρό στο κεφάλι, δεν έχει στόμα γιατί είναι όλο νηστεία.Τα χέρια της είναι σταυρωμένα για τις προσευχές, έχει επτά πόδια που συμβολίζουν τις επτά εβδομάδες της νηστείας. Έθιμο που συνηθιζόταν για να μετρούν το χρόνο κατά την περίοδο της Σαρακοστής ήταν κάθε Σάββατο να κόβουν το ένα πόδι και το τελευταίο το έκοβαν το Μ.Σάββατο όπου το έκρυβαν σε ένα ξερό σύκο ή σε ένα καρύδι και όποιος το έβρισκε ήταν ο τυχερός της επόμενης χρονιάς.Η νόστιμη και λαχταριστή για όλους μας λαγάνα είναι ένα προιόν άξιο σεβασμού και με πραγματική πλούσια ιστορία, θα είναι μεγάλη απώλεια για τις επερχόμενες γενεές να ξεχάσουν τις παραδόσεις μας, να ξεχάσουν τις παλιές σαρακοστιανές μυρουδιές. Οι αρτοποιοί της γειτονιάς πιστοί στις παραδόσεις μας παρασκευάζουν την Καθαρά Δευτέρα τη λαγάνα συμβάλλοντας έτσι στη διατήρηση του εθίμου, ώστε οι νέες γενεές να έχουν την ευκαιρία να ακούσουν, να μυρίσουν και να γευτούν τη Σαρακοστή γιατί οι Σαρακοστιανές μυρωδιές είναι έμμεσοι φορείς μιας βαθιάς πνευματικότητας.

Μαρία Γκιουδφέση, Βοϊακή γή ,Μάρτιος-Απρίλιος 2003, τεύχος αριθ.182

 

Το κλειδί του χαμένου παραδείσου!


(Θεολογικό σχόλιο στην Κυριακή της Τυρινής) ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού.

 Η τέταρτη Κυριακή του Τριωδίου, η Κυριακή της Τυρινής όπως ονομάζεται, είναι αφιερωμένη στην ενθύμηση της εξόδου των Πρωτοπλάστων από τον παράδεισο της τρυφής. Στην πικρή ανάμνηση του πιο τραγικού γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας.

Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από το Θεό ως το τελειότερο και εκλεκτότερο δημιούργημα Του, ως «εικόνα και καθ’ ομοίωσις» Αυτού (Γέν.1,26). Πλάστηκε να ζει αιώνια μέσα στη χάρη και τις ευλογίες του Θεού, ατέρμονο βίο άπαυτης ευδαιμονίας. Αυτή τη σημασία έχει η βιβλική διήγηση περί του κήπου της Εδέμ (Γεν.2ο κεφ.).

Ο άνθρωπος όμως έκαμε κακή χρήση της ελεύθερης βούλησής του και προτίμησε το κακό. Ο αρχέκακος διάβολος τον παρέσυρε στην πτώση και την καταστροφή. Αυτή η επιλογή του στέρησε τον Παράδεισο, δηλαδή την αέναη και ζωοποιό κοινωνία με το Θεό και τη στέρηση των ακένωτων ευλογιών Του.

Μέγα χάσμα ανοίχτηκε ανάμεσά τους (Εφ.2,13). Η αγία Γραφή αναφέρει συμβολικά πως οι πρωτόπλαστοι διώχτηκαν από τον κήπο της Εδέμ και δύο αγγελικά όντα τάχθηκαν να φυλάγουν με πύρινες ρομφαίες την πύλη του, για να μην μπορούν να την παραβιάσουν αυτοί. Το ατέλειωτο δράμα του ανθρωπίνου γένους άρχισε! Ο Αδάμ και η Εύα τότε κάθισαν απέναντι από τον κήπο της τρυφής και θρηνούσαν για το κακό που τους βρήκε.

Αναλογίζονταν την πρότερη ευδαιμονία τους, την σύγκριναν με την τωρινή δυστυχία τους, προβλέποντας το μέλλον ζοφερό και γι’ αυτό έκλαιγαν γοερά. Τα καυτά τους δάκρυα πότιζαν την άνυδρη γη και οι σπαραχτικές κραυγές τους έσπαζαν την ηρεμία της έξω του παραδείσου ερήμου, όπου ήταν αναγκασμένοι να ζήσουν. Όμως δυστυχώς ο θρήνος τους δεν ήταν αποτέλεσμα μεταμέλειας για την ανυπακοή και την ανταρσία τους κατά του Θεού.

Δεν ήταν πράξη μετάνοιας και αίτημα συγνώμης προς το Θεό, αλλά ωφελιμιστικός σπαραγμός. Δε θρηνούσαν για τη χαμένη αθωότητα και αγιότητα, αλλά για τη χαμένη υλική ευμάρεια του παραδείσου. Ούτε ένας λόγος μετάνοιας δεν ακούστηκε από τα χείλη τους! Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας λένε πως αν εκείνη την τραγική στιγμή οι προπάτορές μας μετανοούσαν ειλικρινά και ζητούσαν ταπεινά συγνώμη από τον απόλυτα φιλάνθρωπο Θεό, θα είχαν αποκατασταθεί στην πρότερη της πτώσεως κατάστασή τους.

Αλλά ο Θεός οικονόμησε ώστε το ανθρώπινο γένος να σωθεί δια του νέου Αδάμ, του Υιού και Λόγου Του, του Ιησού Χριστού, ο Οποίος καταδέχτηκε να γίνει όμοιος με τον πρώτο χοϊκό Αδάμ, χωρίς όμως την αμαρτία, για να λυτρώσει «παγγενή τον Αδάμ», δηλαδή ολόκληρο το γένος εκείνου. Δια του επί γης σωτηρίου έργου Του επιτέλεσε τη σωτηρία υπακούοντας στο θέλημα του Ουράνιου Πατέρα «εγώ σε εδόξασα επὶ της γης, το έργον ετελείωσα ο δέδωκάς μοι ίνα ποιήσω»

(Ιωάν.17,4), «γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ.2,8). Αν η ανυπακοή του πρώτου Αδάμ έφερε την συμφορά και την καταστροφή στο ανθρώπινο γένος και ολόκληρη τη δημιουργία, η υπακοή του δευτέρου Αδάμ έφερε την ευλογία, την καταλλαγή και την απολύτρωση. Ο πρώτος άνθρωπος έκλεισε την πόρτα του Παραδείσου και ο δεύτερος την άνοιξε διάπλατα, να εισέρχονται, δι’ Αυτού, όσοι το επιθυμούν και έχουν διάθεση να αγωνισθούν.

Την ημέρα αυτή μας διδάσκει η εκκλησία μας να μιμηθούμε το Χριστό μας συγχορώντας τα παραπτώματα των συνανθρώπων μας. Όπως Εκείνος πήρε επάνω Του τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων, και «το καθ’ ημών εξαλείψας χειρόγραφον…προσηλώσας αυτό τω σταυρώ» (Κολ.2,14), οφείλουμε και εμείς να συγχωρούμε τα παραπτώματα των αδελφών μας, αφού η συγχώρηση των δικών μας αμαρτιών από το Θεό, προϋποθέτει την συγχώρηση των παραπτωμάτων εναντίον μας, σταυρώνοντας τον εγωισμό μας και το μίσος μας για τους αδελφούς μας.

Η συγχώρηση αυτή θα πρέπει να συνοδεύεται και από έμπρακτα έργα αγάπης. Καλούμαστε να ανοίξουμε τις αποθήκες της ψυχής μας και συνάμα τις αποθήκες των υλικών θησαυρών μας και να μοιράσουμε την αγάπη μας σε όσους την έχουν ανάγκη. Η ελεημοσύνη δεν είναι μιαν τυπική εντολή, αλλά τρόπος ζωής για τον πιστό, διότι η «ελεημοσύνη εκ θανάτου ρύεται, και αύτη αποκαθαριεί πάσαν αμαρτίαν» (Τωβίτ12,9). Η ελεημοσύνη θα πρέπει να εξαλείψει το αμαρτωλό πάθος μας για τη συσσώρευση υλικών αγαθών, την πλεονεξία μας.

Καλούμαστε να πάψουμε να αποθηκεύουμε στις γήινες αποθήκες, αλλά στις ουράνιες, με την αγαθοεργία μας. Μόνο που αυτή θα πρέπει να μην έχει υποκριτικό και εγωιστικό χαρακτήρα, να γίνεται «εν τω κρυπτώ», χωρίς την παραμικρή επίδειξη της φιλανθρωπίας μας.

Ακόμη μας συμβουλεύει η Εκκλησία μας πως η νηστεία και γενικά ο πνευματικός μας αγώνας αυτή την ιερή περίοδο μπορεί να μας ωφελήσει υπό μια προϋπόθεση. Ο Κύριος, έχοντας υπόψη του την υποκριτική νηστεία των φαρισαίων της εποχής του, μας συμβουλεύει να νηστεύουμε με διακριτικότητα και ταπείνωση, κρυφά από τα μάτια των ανθρώπων, ώστε να μην εγείρεται στην ψυχή μας ίχνος εγωπάθειας για το «κατόρθωμά» μας. Η νηστεία είναι άλλωστε το πολύτιμο μέσο για την ψυχοσωματική κάθαρση, διότι, όπως μας διαβεβαίωσε ο Κύριος «τούτο το γένος εν ουδενί δύναται εξελθείν ει μη εν εν προσευχή και νηστεία»

(Μαρκ.9,29). Δια της ηδονής, της λαιμαργίας και της ακράτειας γίναμε ξένοι του Θεού και απομακρυνθήκαμε, σαν τον Άσωτο, της πατρικής οικίας. Δια της νηστείας επιστρέφουμε και πάλι στην αγκαλιά του Θεού Πατέρα και στην πατρική μας εστία.

Η ενθύμηση του αδαμιαίου θρήνου αυτή την ημέρα είναι επιβεβλημένη από την Εκκλησία μας, διότι από την επόμενη ημέρα αρχίζει η αυστηρή νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και ο αγώνας κατά των ψυχοκτόνων παθών μας, «το στάδιον των αρετών ηνέωκται», «έφθασε καιρός, η των πνευματικών αγώνων αρχή, η κατά των δαιμόνων νίκη, πάνοπλος εγκράτεια», «ο καλός της νηστείας αγών», όπως ψάλλει η Εκκλησία μας.

Οι προπάτορές μας αποτελούν ιδανικό παράδειγμα συνετισμού μας. Η λαιμαργία τους, τους οδήγησε στην απώλεια. Η ψυχοσωματική νηστεία η δική μας και η άσκηση των αρετών μας φέρνει στην ουρανοδρόμο πορεία για να συναντήσουμε ξανά το Θεό. Μόνο που ο θρήνος μας δεν θα πρέπει να είναι ωφελιμιστικός, όπως των πρωτοπλάστων, αλλά οντολογική συντριβή και μετάνοια για την αμαρτωλότητά μας. Είναι το μόνο αντίδοτο για την ύβρη μας απέναντι στο Θεό και ο μόνος τρόπος της σωτηρίας μας.

Η Εδέμ βρίσκεται δίπλα μας, κλεισμένη. Όμως ο φιλάνθρωπος Θεός μας έδωσε το κλειδί να ανοίξουμε τη θύρα και να εισέλθουμε, με την ειλικρινή μετάνοιά μας και την προσαρμογή της ζωής μας στη ζωή του Χριστού, «άχρις ου μορφωθή Χριστός εν ημίν» (Γαλ.4,19). Η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι μια καλή ευκαιρία για να αξιωθούμε της εν Χριστώ μορφοποίησής μας, με προσευχή, νηστεία, εκκλησιασμό, μετάνοια, εξομολόγηση, Θεία Κοινωνία, μελέτη της Αγία Γραφής και άλλων πνευματικών και ψυχωφελών αναγνωσμάτων.

Ας αρχίσουμε από αύριο τον καλό αγώνα μας για προσωπική σωματική και ψυχική κάθαρση από τα πάθη μας και τις αμαρτωλές μας έξεις, «ειδότες τον καιρόν, ότι ώρα ἡμᾶς ήδη εξ ύπνου εγερθῆναι· νυν γαρ εγγύτερον ημών η σωτηρία ή ότε επιστεύσαμεν. Η νυξ προέκοψεν, η δε ημέρα ήγγικεν.

Αποθώμεθα ουν τα έργα του σκότους και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός. Ως εν ημέρᾳ ευσχημόνως περιπατήσωμεν, μη κώμοις και μέθαις, μη κοίτας και ασελγείαις, μη έριδι και ζήλῳ, ἀλλ᾿ ενδύσασθε τον Κύριον Ιησοῦν Χριστόν, και της σαρκὸς πρόνοιαν μη ποιείσθε εις επιθυμίας» (Ρωμ.13,11-14). Ας πάρουμε λοιπόν τη μεγάλη απόφαση, να βρούμε το χαμένο Παράδεισο και να τον ανοίξουμε, ξεκλειδώνοντάς τον με τη σώζουσα χάρη του Χριστού και τη δική μας συντριβή και μετάνοια!

Σάββατο 16 Μαρτίου 2024

 

 Ποιμαντορική Εγκύκλιος Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιώς κ.Σεραφείμ επί τη Ενάρξει της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής.


Π Ο Ι Μ Α Ν Τ Ο Ρ Ι Κ Η   Ε Γ Κ Υ Κ Λ Ι Ο Σ

ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ,

ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ & ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ

Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΕΠΙ  ΤΗι  ΕΝΑΡΞΕΙ

ΤΗΣ  ΑΓΙΑΣ & ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ  2024

 

Τέκνα μου ἀγαπητὰ καὶ περιπόθητα,

Πέρασαν ἤδη τρεῖς ἑβδομάδες ἀπὸ τότε ποὺ στὶς Ἐκκλησιές μας ἄνοιξε τὸ βιβλίο τοῦ Τριωδίου γιὰ νὰ πληρωθεῖ ἡ ψυχή μας μὲ ποίηση, μὲ κατάνυξη, μὲ θαυμασμὸ γιὰ τὸ μέγεθος τῆς θείας εὐσπλαχνίας, γιὰ τὸ ἀνεξάντλητο τῆς θείας ἀγάπης.

Τότε ἦταν ποὺ πρωτοακούσαμε ἀπὸ τοὺς καλούς μας ψάλτες τὸν ὕμνο:

«Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας Ζωοδότα,

ὀρθρίζει γὰρ τὸ πνεῦμά μου, πρὸς ναὸν τὸν ἅγιόν σου,

ναὸν φέρον τοῦ σώματος, ὅλον ἐσπιλωμένον,

ἀλλ’ ὡς οἰκτίρμων κάθαρον, εὐσπλάγχνῳ σου ἐλέει».

Σήμερα, τὸ αἰτημα αὐτὸ τοῦ ὕμνου εἰσακούεται. Στεκόμαστε ἐνώπιον τῶν ἀνοιγμένων θυρῶν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἔτοιμοι νὰ εἰσέλθουμε ἐντὸς τοῦ τόπου τῆς μετανοίας. Κουβαλοῦμε τὸ σπιλωμένο μας σῶμα, μὰ καὶ τὴν πονεμένη μας ψυχὴ στὸν Ἅγιο Ναὸ τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ βροῦμε καθαρμὸ καὶ ἀνάπαυση, θεραπεία καὶ παρηγορία. Ἐρχόμαστε νὰ συναντηθοῦμε μὲ τὴν μετάνοια, νὰ τὴν διδαχθοῦμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, νὰ τὴν ἀποδεχθοῦμε ὡς τρόπο ζωῆς καὶ νὰ τὴν κομίσουμε στὸν κόσμο ποὺ μοιάζει παντελῶς νὰ τὴν ἀγνοεῖ.

Κι εἶναι ἀλήθεια πὼς ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος δυσκολεύεται πολὺ νὰ κατανοήσει τὸ τί εἶναι ἡ μετάνοια. Ἀκοῦμε συχνὰ ἄτομα ἐπιφανὴ τοῦ κόσμου τούτου νὰ δίνουν συνεντεύξεις πρὸς τὰ τέλη τοῦ βίου τους καὶ νὰ διαλαλοῦν πὼς δὲν μετανιώνουν γιὰ τίποτα ἀπὸ ὅσα ἔπραξαν στὴ ζωή τους· πὼς ἄν τοὺς δινόταν μιὰ δεύτερη εὐκαιρία νὰ ξεκινήσουν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ δὲν θὰ ἄλλαζαν τίποτα. Κι ἀναρωτιέται κανείς: μὰ τοῦτος ὁ ἄνθρωπος δὲν πλήγωσε ποτὲ κάποιον, δὲν ἀδίκησε ποτὲ κανέναν, δὲν ἔκανε ποτὲ λάθη, δὲν ἀστόχησε σὲ τίποτα;

Εἶναι ἐντυπωσιακὸ πὼς ὁ ἄνθρωπος σήμερα πιστεύει ὅσο ποτὲ ἄλλοτε στὸ ἀλάθητο καὶ στὴν παντοδυναμία. Τί κι ἂν ἐξεγέρθηκε ἕναντίον τοῦ ἀλαθήτου τῆς Ἐκκλησίας, εἰδικὰ στὴ Δύση. Τί κι ἂν κατήγγειλε ὡς καταπιεστικὴ τὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, ἐδῶ καὶ κάμποσους αἰῶνες. Ὁ ἄνθρωπος στοὺς χρόνους τῆς μετανεωτερικότητας προσκυνᾶ καὶ ὑποτάσσεται χωρὶς ἐνδοιασμοὺς στὸ ἀλάθητο καὶ τὴν παντοδυναμία τοῦ ἑαυτοῦ του.

Ὁ ἄνθρωπος σήμερα ἀπόλυτα καὶ δογματικὰ ὑποστηρίζει πὼς ἀλήθεια εἶναι ὅ,τι ἐπιθυμεῖ. Καὶ προχωρώντας ἕνα βήμα παρακάτω αἰσθάνεται πὼς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἐπιβάλλει τὴν ἐπιθυμία του ὡς ἀλήθεια καὶ στοὺς ἄλλους.

Ὁ ἄνθρωπος σήμερα δὲν νοιάζεται γιὰ τὴν ἀλήθεια, προσδοκᾶ μόνο τὴν εὔκολη ἐκπλήρωση κάθε του ἐπιθυμίας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐχθρεύεται κάθε συζήτηση περὶ σωστοῦ καὶ λάθους.  Θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ὑπὲρ ἄνω κάθε κριτικῆς καὶ κάθε ἡθικῆς.

Ὁ ἄνθρωπος σήμερα ἀναζητᾶ μανιωδῶς τὴν ἰκανοποίηση καὶ τὴν ἡδονή, μὰ καταντᾶ ἀνικανοποίητος καὶ καταθλιπτικός, ἀνήμπορος νὰ σταθεῖ μπροστὰ σὲ μιὰ ἀληθινὴ χαρά, ἀνίκανος νὰ εὐχαριστηθεῖ αὐτὰ ποὺ ἀληθινὰ ἡ ζωή τοῦ προσφέρει.

Τοῦτο εἶναι μὲ δυὸ λόγια τὸ ἀνθρώπινο τραῦμα τῶν ἡμερῶν μας. Κι εἶναι πληγὴ μεγάλη ποὺ μᾶς πονᾶ καὶ μᾶς φοβίζει ὅλους. Γιατὶ τὰ τραύματα αὐτὰ τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ἐπιδροῦν σὲ κάθε πρόσωπο, ἀκόμα καὶ σὲ ἐμᾶς τοὺς χριστιανούς. Κι εἶναι μεγάλος ὁ κίνδυνος γιὰ τὸν καθένα νὰ ἀπωλέσει τὴ σχέση μὲ τὸν ἑαυτό του, τὸν συνάνθρωπό του, καὶ τελικὰ μὲ τὸν ἴδιο τὸ Θεό.

Ἔρχεται ὅμως ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ νὰ μᾶς θυμίσει πὼς ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ γιατρέψει κάθε πληγὴ καὶ κάθε νόσο μὲ τὸ φάρμακο τῆς μετανοίας. Κι αὐτὸ τελικὰ εἶναι τὸ χρέος ποὺ ἔχουμε οἱ χριστιανοὶ σὲ τοῦτο τὸν ταλαίπωρο κόσμο: νὰ διαβοῦμε τὸ δρόμο τῆς μετανοίας καὶ νὰ φανερώσουμε πὼς εἶναι βατὸς καὶ προσβάσιμος σὲ ὅποιον τὸ ἐπιθυμεῖ.

Τὸ ἔργο τῶν πιστῶν στὴν ἐποχή μας μοιάζει μὲ ἐκεῖνο τῶν προσκυνητῶν ποὺ ἀνεβαίνουν στὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ διάθεση νὰ περπατήσουν τὰ παλαιὰ μονοπάτια γιὰ νὰ φτάσουν στὶς Ἱερὲς Μονές, τὶς Σκήτες καὶ τοὺς ὑπόλοιπους ἀσκητικοὺς τόπους. Δυστυχῶς ὅμως, ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε ξεχάσει νὰ περπατοῦμε, τὰ μονοπάτια αὐτὰ ἔχουν κλείσει ἀπὸ τὴν πυκνὴ βλάστηση. Μὰ ἐκείνοι ποὺ ἔχουν πάρει ἀπόφαση νὰ διαβοῦν τοὺς δύσβατους δρόμους ποὺ ὁδηγοῦν στὰ Ἱερὰ καὶ τὰ Ἁγιασμένα, ἀναζητοῦν τὴν πορεία, εἰσέρχονται μέσα στὰ βάτα, πληγώνονται συχνά, ἔρχονται μπροστὰ σὲ ἀδιέξοδα, μὰ ἐπιμένουν καὶ προσπαθοῦν. Κι ὁ ἀγώνας αὐτὸς δίνει νόημα καὶ βάθος στὸ προσκύνημά τους. Καὶ μὲ τὸ κόπο τους ἐπιτυγχάνεται κάτι ἐπίσης θαυμαστό. Ἐπειδή τὸ μονοπάτι «πατιέται» οἱ ἐπόμενοι προσκυνητὲς ποὺ θὰ θελήσουν νὰ τὸ ἀκολουθήσουν θὰ τὸ βροῦν ἀνοιγμένο καὶ προσβάσιμο.

Κάπως ἔτσι κι ἐμεῖς, ἀς ξεκινήσουμε νὰ πορευόμαστε στὸ δρόμο τῆς μετανοίας, παρ’ ὅτι εἶναι τραχὺς καὶ δύσβατος, γιατὶ μεγάλη εὐλογία θὰ ἔχουμε στὸ τέλος τῆς πορείας μας, ἀλλὰ καὶ γιατὶ πολύ θὰ ὠφελήσουμε τοὺς ἀδελφούς μας ποὺ δὲν γνωρίζουν καὶ δὲν ὑποψιάζονται πὼς ὑπάρχει ὁδὸς σωτηρίας, πὼς ὑπάρχει κι ἕνας ἄλλος τρόπος νὰ ζεῖς, νὰ σκέφτεσαι καὶ νὰ αἰσθάνεσαι.

Τὸ πρῶτο βῆμα στὴν ὁδὸ τῆς μετανοίας εἶναι νὰ συνειδητοποιήσουμε πὼς δὲν ἔχουμε κανένα ἀλάθητο· νὰ βροῦμε τὴ δύναμη καὶ τὴν εἰλικρίνεια νὰ ἀναγνωρίσουμε τὰ σφάλματά μας, νὰ ἀποδεχθοῦμε τελικὰ τὴν ἁμαρτία μας. Σίγουρα τοῦτο δὲν εἶναι εὔκολο, μιᾶς καὶ μόνο ἡ λέξη ἁμαρτία στὶς μέρες μας εἶναι ἱκανὴ νὰ προκαλέσει μεγάλη δυσφορία.  Αἰσθανόμαστε πὼς ἡ ἁμαρτία μᾶς κρίνει καὶ μᾶς καταδικάζει. Μὰ στὴν Ἐκκλησία ἡ ἁμαρτία δὲν νοεῖται ὡς καταγγελία ἢ καταδίκη, ἀλλὰ ὡς ἐπικίνδυνη ἀσθένεια ποὺ νεκρώνει πνευματικὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ χρήζει ἄμεσης ἀντιμετώπισης.

Ὅταν σταθοῦμε ἐνώπιον τῆς ἁμαρτίας μας, εἶναι ἀλήθεια πὼς κλονίζεται ἡ ψευδαίσθηση τῆς τελειότητάς μας, γκρεμίζεται τὸ εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ μας ποὺ ἔχουμε στήσει ἐντός μας. Φέρει πόνο αὐτὴ ἡ συνειδητοποίηση καὶ πολύ συχνὰ αἰσθήματα μεγάλης ἀνασφάλειας μὰ καὶ βασανιστικῆς ἐνοχῆς. Ἂν ὅμως ἀντέξουμε αὐτὰ τὰ ἔντονα συναισθήματα θὰ ἀντικρίσουμε τὸν ἑαυτό μας ὅπως ἀληθινά εἶναι. Ἴσως νὰ μὴν μᾶς ἀρέσει τοῦτη ἡ εἰκόνα. Ὅμως μόνο ἔχοντας ἐπίγνωση τῆς ὅψης τῆς ψυχῆς μας θὰ μπορέσουμε νὰ τὴν ὀμορφύνουμε. Μόνο ἄν ἀντικρύσουμε τὶς ψυχικές μας πληγὲς θὰ μπορέσουμε νὰ ἀναζητήσουμε τὴν κατάλληλη θεραπεία ποὺ θὰ μᾶς ἀποκαταστήσει στὴν ὑγεία.

Τὸ δεύτερο βῆμα στὴν ὁδὸ τῆς μετανοίας εἶναι ἡ ἀπόφαση νὰ ἀλλάξουμε τὸν τρόπο μας. Τοῦτο εἶναι ἐξαιρετικὰ δύσκολο γιατὶ οἱ τρόποι τοῦ κάθε ἀνθρώπου δομοῦνται μέσα στὸ χρόνο μὲ τὴν ἐπανάληψη καὶ τὴ συνήθεια. Ἔτσι κι οἱ ἁμαρτίες   ἀποτελοῦν τρόπους ποὺ ἔχουν παγιωθεῖ μέσα στὴ ζωή. Συνήθειες κακὲς ποὺ ἀποκρυσταλλώνονται καὶ γίνονται πάθη, τὰ ὁποία ἀσκοῦν τεράστια ἐπίδραση πάνω μας.

Γιὰ νὰ ἀλλάξει κάποιος τοὺς τρόπους του πρέπει νὰ ἐνεργοποιήσει μία δύναμη τῆς ψυχῆς ποὺ ὁ Θεὸς τοὺ ἔχει δωρίσει: τὴν θέληση. Πρέπει νὰ ἐπιθυμεῖς πολὺ νὰ ἀλλάξεις γιὰ νὰ τὰ βάλεις μὲ τοὺς ἐθισμοὺς τῆς ἁμαρτίας. Ἐδὼ βρίσκεται μιὰ μεγάλη δυσκολία. Στὸν πολιτισμό μας ἔχουμε ταυτίσει τὴ θέληση μὲ τὴν ἐπίτευξη ἀτομικῶν ἐπιδιώξεων. Οἱ Πατέρες γνωρίζουν αὐτὴ τὴν ἐργαλειοποίηση τῆς ἐπιθυμίας καὶ μιλοῦν περὶ τοῦ «ἰδίου θελήματος» τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ἐκκοπεῖ. Τοῦτο πρέπει νὰ συμβεῖ ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιήσει τη θέληση γιὰ τὸ σκοπό ποὺ ἔχει ἀπὸ τὸ Θεό δοθεῖ κι ὄχι γιὰ νὰ ἐξαφανιστεῖ. Δὲν καταδικάζει ἡ Ἐκκλησία τὴν θέληση, ἀφοῦ μόνο μὲ τὴ θέληση ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μετανοήσει καὶ νὰ ἀνοιχθεῖ στὴν ἀλήθεια. Μόνο ὅταν θέλουμε τὴν ἀρετή, μόνο ὄταν θέλουμε τὸ ἀγαθό, μόνο ὅταν θέλουμε τὴν προσευχή, μόνο ὅταν θέλουμε τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό, μόνο τότε ἔχουμε σωτηρία. Πορευόμαστε λοιπόν στὸ δρόμο τῆς μετανοίας ὅταν ἀγωνιζόμαστε νὰ στρέψουμε τὸ θέλημά μας πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν τὰ δύο αὐτὰ θελήματα ἑνωθοῦν, τὸ θεῖο καὶ τὸ ἀνθρώπινο, τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀληθινὰ ἐλεύθερος, ἀφοῦ δὲν εἶναι δοῦλος κανενὸς πάθους.

Τὸ τρίτο βῆμα στὴν ὁδὸ τῆς μετανοίας εἶναι νὰ ἀναζητήσουμε τὴ συγχώρεση. Ἡ συγχώρεση εἶναι ἕνας δρόμος διπλῆς κατεύθυνσης. Ἐγὼ καλοῦμαι νὰ συγχωρήσω ἐκείνους ποὺ μὲ ἔχουν βλάψει ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀναζητῶ τὴ συγχώρεση στὰ πρόσωπα ἐκείνων ποὺ ἐγὼ ἔχω ἀδικήσει. Ἡ συγχώρεση ἔχει πάντα αὐτὸ τὸ στοιχεῖο τῆς διαλογικότητας. Συγχωρῶ καὶ συγχωροῦμαι.

Ἡ συγχώρεση εἶναι μιὰ διαδικάσια βαθιᾶς πνευματικῆς ἀλλαγῆς. Σημαίνει πὼς κάνω τόπο στὴ ψυχή μου νὰ χωρέσουν κι ἄλλοι, νὰ χωρέσει καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Δημιουργῶ μιὰ εὐρυχωρία ἡ ὁποία μοῦ ἐπιτρέπει νὰ μὴ ζῶ στενάχωρα καὶ πιεσμένα. Ἕνας λόγος που οἱ ἄνθρωποι ἀμαρτάνουμε εἶναι γιατὶ πιστεύουμε πὼς οἱ ἐπιφανειακὲς χαρὲς καὶ ἡδονὲς ποὺ θὰ πάρουμε θὰ μᾶς ξεκουράσουν ἀπὸ τὴ στεναχώρια που ζοῦμε. Ὅμως συμβαίνει τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο. Βάζοντας στὴ ψυχή μας ἁμαρτία γεμίζει ἐκεῖνη καὶ ἀσφυκτιᾶ. Γι’ αὐτὸ οἱ Πατέρες μᾶς λένε πὼς ἡ ψυχὴ πρέπει νὰ νοεῖται ὡς χῶρος, σὰν ἕνα δωμάτιο στὸ ὁποῖο τοποθετεῖς πράγματα χρήσιμα καὶ ὄμορφα ἢ ἄχρηστα καὶ βλαπτικά. Τὸ δῶμα αὐτὸ λοιπὸν γεμίζει και ἔτσι δημιουργείται μιὰ δυσκολία, μιὰ δυσφορία, εἰδικὰ ὅταν ἐντὸς τοῦ χώρου αὐτοῦ ἔχουμε βάλει πράγματα που σαπίζουν καὶ μολύνουν.

Ἡ συγχώρεση εἶναι ἡ δυνατότητα τῆς ψυχῆς μας νὰ βρεῖ πάλι τὴν εὐρυχωρία της. Νὰ πεταχτεῖ ὅ,τι βλαπτικὸ καὶ ἐπιζήμιο καὶ νὰ τακτοποιηθεῖ ὅ,τι χρήσιμο καὶ σωτήριο. Αὐτὸ τὸ συγύρισμα ἐνεργεῖ ὁ Χριστὸς μέσα σὲ κάθε ψυχὴ ποὺ προσέρχεται σὲ Ἐκεῖνον γιὰ νὰ καθαρθεῖ καὶ νὰ καλλωπιστεῖ.

Ἡ πορεία μας πρὸς τὴ μετάνοια πραγματώνεται τελικά μέσα στὸ Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως, στὸ πετραχήλι ἑνὸς πνευματικοῦ Πατέρα.

Ἐκεῖ θὰ κάνουμε τὸ πρῶτο βῆμα τῆς μετάνοιας, ἀκούγοντας τὴ συνείδησή μας, δεχόμενοι τὸ λόγο καὶ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ ὁμολογώντας τὴν ἁμαρτία μας ἐνώπιον τοῦ Πνευματικοῦ.

Ἐκεῖ θὰ προχωρήσουμε στὸ δεύτερο βῆμα τῆς μετάνοιας στρέφοντας τὸ θέλημά μας ἀπὸ τὰ πάθη πρὸς τὶς ἀρετές, δεχόμενοι τοὺς λόγους, τὶς παρακλήσεις, τὶς συμβουλὲς ποὺ ὁ Πνευματικός θὰ μᾶς ἀπευθύνει.

Ἐκεῖ θὰ ὁλοκληρώσουμε τὸ τρίτο βῆμα τῆς μετάνοιας λαμβάνοντας τὴ συγχώρεση ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τὴ θεραπεία διὰ τῶν κανόνων καὶ τῶν ἐπιτιμίων ποὺ θὰ κλείσουν τὰ τραύματα τῆς  ψυχῆς μας ὁριστικά.

Ἀγαπητά μου παιδιά,

Θερμὰ σᾶς παρακαλῶ νὰ τολμήσετε νὰ διαβεῖτε τοῦτο τὸ δρόμο τῆς μετανοίας που μπροστά σας ἀνοίγει ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Νὰ παραστεῖτε στὶς ἀκολουθίες τῶν ἡμερῶν αὐτῶν ποὺ θέτουν τὴν μετάνοια στὸ κέντρο τῆς συνάξεώς μας. Τὰ ἐκκλησιαστικὰ γράμματα τῶν ἡμερῶν εἶναι σίγουρο πὼς θὰ σᾶς ἐμπνεύσουν καὶ θὰ στερεώσουν τὴν ἀπόφασή σας νὰ ἀγωνιστεῖτε ἐναντίον τῶν παθῶν καὶ τῶν ἁμαρτιῶν σας. Νὰ καταφύγετε στοὺς Πνευματικούς σας χωρὶς ἐνδοιασμοὺς καὶ ντροπές. Μὲ εἰλικρίνεια καὶ ταπείνωση νὰ πορευτεῖτε πρὸς τὴν μετάνοια. Τὸτε ἡ Χάρις καὶ ἡ Εὐλογία τοῦ Θεοῦ θα ἀγγίξουν τὶς ψυχές σας καὶ θὰ κατευθυνθοῦν καὶ πρὸς τὸν ταλαίπωρο καὶ βασανισμένο κόσμο ποὺ στὰ πρόσωπά σας θὰ δεῖ ὅτι ἡ μετάνοια εἶναι ἡ μόνη διέξοδος καὶ ἐλπίδα.

Καλὸ ἀγῶνα!  Εὐλογημένη καὶ καρποφόρα νὰ εἶναι γιὰ ὅλους τούτη ἡ Μεγάλη Σαρακοστή!

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

 ΚΥΡΙΑΚΗ 17 ΜΑΡΤΙΟΥ 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ


"Ο Λόγος του Θεού στον Λαό του Θεού" 


(Ματθ. στ΄ 14-21) (Ρωμ. ιγ΄ 11- ιδ΄ 4)

Άφθαρτοι θησαυροί

«Μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης, όπου σής και βρώσις αφανίζει»

 Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, η κατανυκτικότερη περίοδος του εκκλησιαστικού έτους, της οποίας το κατώφλι δρασκελίζουμε, συνιστά μοναδική ευκαιρία, την οποία καλείται ο κάθε πιστός να αδράξει, σε μια πρόκληση πνευματικών ανατάσεων και ουράνιων μεταρσιώσεων.

 Στο αποστολικό ανάγνωσμα της ημέρας, ο απόστολος Παύλος κάνει λόγο για «καιρό ευπρόσδεκτο, καιρό μετανοίας», για να τον αξιοποιήσουμε στη βάση της ευλογημένης προτροπής του: «αποθώμεθα τα έργα του σκότους και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός…». Ευπρόσδεκτος καιρός, σημαίνει τον καιρό της χάριτος, την ανεπανάληπτη ευκαιρία της σωτηρίας μας. Είναι ο χρόνος κατά τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί ν’ αποκτήσει αντοχές για να διεξάγει τον αγώνα τον καλό.

 Αν ολόκληρο το χρόνο οι πιστοί  προσβλέπουν στον αγώνα της πίστεως, πολύ περισσότερο οφείλουν να εντείνουν την προσπάθεια τους κατά την ευλογημένη αυτή περίοδο, με τους τόσους σταθμούς πνευματικού ανεφοδιασμού που ξεδιπλώνει. Απαιτείται τώρα, κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ακόμα μεγαλύτερος ζήλος. Αυτό ακριβώς μάς συμβουλεύει και η μητέρα μας Εκκλησία, όταν μας λέει: «Το στάδιον των αρετών ηνέωκται, οι βουλόμενοι αθλήσαι εισέλθετε, αναζωσάμενοι τον καλόν της νηστείας αγώνα. Οι γαρ νομίμως αθλούντες, δικαίως στεφανούνται…».

Η πραγματική νηστεία

 Η Εκκλησία μάς προσκαλεί να εισέλθουμε στην περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, με την ευαγγελική περικοπή που προβάλλει σήμερα, Κυριακή της Τυρινής. Η συγκεκριμένη περικοπή προέρχεται από την «Επί του όρους ομιλία» του Κυρίου. Είναι η περικοπή που ακολουθεί αμέσως μετά την Κυριακή Προσευχή. 

 Μάς προσκαλεί με αυτή να εγκολπωθούμε το πνεύμα της αληθινής νηστείας και να καρπωθούμε όλες εκείνες τις αρετές, που συνιστούν πραγματικό θησαυρό για την ύπαρξή μας. Μάς θυμίζει την ανταρσία του Αδάμ που επενέργησε διαβρωτικά σ’ ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Η παράβαση της εντολής του Θεού, που στο βάθος της ήταν καταστρατήγηση της νηστείας, δείχνει πόσο ο άνθρωπος περιφρόνησε  την αγάπη του Δημιουργού του, μέσα από την επιθυμία του γι’ αυτοθεοποίηση, με την ανάπτυξη μιας άκρατης εγωκεντρικότητας. 

 Είναι αυτή ακριβώς η επιθυμία που τον απομάκρυνε από την πηγή της ζωής και τον παρέδωσε στην τραγικότητα του θανάτου. Η Εκκλησία, με τη συγκεκριμένη περικοπή, αναδεικνύει το υπόβαθρο της αληθινής νηστείας, η οποία αποτελεί την αντίστροφη κίνηση από εκείνη που ακολούθησε ο Αδάμ.

 Προϋποθέτει όμως ν’ αποβάλουμε όλα εκείνα τα πάθη που ριζοβολούν ως καταστροφικά ζιζάνια στην ψυχή μας και δεν μάς επιτρέπουν να βιώνουμε την ελευθερία στην αυθεντική της μορφή και να δεχόμαστε την αγάπη του Θεού, με δυνατότητα να την αντιπροσφέρουμε ανόθευτα στους συνανθρώπους μας.

 Η αληθινή νηστεία, λοιπόν, είναι μια πνευματική άσκηση που καταξιώνει τον άνθρωπο και τον αναδεικνύει στις κορυφογραμμές της πνευματικότητας, ως εικόνα του Θεού, με όλη την ομορφιά και την αρχοντιά που την χαρακτηρίζει. Έχει τόσο βάθος η νηστεία, ώστε στην αυθεντική της μορφή φέρνει τον άνθρωπο σε μια αδιάκοπη κοινωνία με τον Θεό αλλά και με τους συνανθρώπους του. 

 Η νηστεία, ως έκφραση τρόπου ζωής, καταξιώνει τον άνθρωπο να ατενίζει την κοινωνία εκείνη που υπερβαίνει τα όποια ανθρώπινα σχήματα και ιδεολογίες. Γιατί τότε αποκτά ουράνιες και αιώνιες αντοχές, αφού με τη δύναμη της αγάπης καταργείται ακόμα και ο θάνατος, ο έσχατος εχθρός μας, και απαλλάσσεται έτσι ο άνθρωπος από την τραγικότητά του. Νηστεία, σύμφωνα με την πατερική σκέψη, είναι η εκούσια στέρηση που οδηγεί τον άνθρωπο στο χώρο της αληθινής ελευθερίας και της θείας θαυματουργίας. Εκεί όπου παραδίδεται ολοκληρωτικά ως ύπαρξη στην αγάπη του Θεού.   

 Με τη δυναμική της, απελευθερώνεται ο άνθρωπος από όλα εκείνα που τον κρατούν δέσμιο στη γη και τον αφήνουν προσκολλημένο σε επίγειους θησαυρούς «όπου σής και βρώσις τους αφανίζει».

Αγαπητοί αδελφοί, «έφθασε καιρός, η των πνευματικών αγώνων αρχή…». Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι ο ευπρόσδεκτος καιρός που μάς χαρίζει η αγάπη του Θεού για να μας προσκαλέσει στο στάδιο των πνευματικών αγώνων, με τους οποίους καταξιωνόμαστε σε ουράνιες ενατενίσεις. 

 Ας αδράξουμε, λοιπόν, την ευκαιρία και ας αφήσουμε την ύπαρξή μας να εναρμονισθεί με το του υμνωδού: «τον αγώνα τον καλόν αγωνίσασθαι, τον δρόμο της νηστείας εκτελέσαι, την πίστιν αδιαίρετον τηρήσαι και ακατακρίτως φθάσαι προσκυνήσαι και την αγίαν Ανάστασιν».

 

Χριστάκης Ευσταθίου,

Θεολόγος