Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς Εὐαγγελικὸ καί Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα
Κυριακῆς 23 Ἰουνίου 2024
Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 23 Ἰουνίου 2024, Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς (Ἰω. ζ΄ 37-52, η΄12)
37 Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. 38 ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος.
39 τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. 40 πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· 41 ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; 42 οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυΐδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; 43 σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι’ αὐτόν.
44 τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ’ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ’ αὐτὸν τὰς χεῖρας. 45 Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; 46 ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. 47 ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; 48 μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων;
49 ἀλλ’ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! 50 λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτόν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· 51 μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ’ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; 52 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται.
η΄ 12 Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
37 Τήν τελευταία καί πιό ἐπίσημη ἡμέρα ἀπ’ ὅλες τίς ἄλλες ἡμέρες τῆς ἑορτῆς στάθηκε ὄρθιος ὁ Ἰησοῦς καί μέ ζωηρή φωνή εἶπε: Ἐάν κανείς αἰσθάνεται πόθο καί δίψα ὄχι γιά ἀγαθά ὑλικά καί φθαρτά, ἀλλά γιά τήν ἐσωτερική γαλήνη καί τή μακαριότητα τῆς θείας ζωῆς, ἄς ἔρχεται σέ μένα μέ πίστη καί ἄς πίνει ἐλεύθερα. Κοντά μου θά ἱκανοποιηθοῦν ὅλοι οἱ εὐγενικοί του πόθοι καί θά βρεῖ ἀνάπαυση ἡ ψυχή του. 38 Ἀπό τήν καρδιά καί τά βάθη τῆς ψυχῆς ἐκείνου πού πιστεύει σέ μένα, σύμφωνα μέ τά λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς, θά ἀναβλύζουν ποτάμια νεροῦ πού θά εἶναι πάντα τρεχούμενο. Κι ἔτσι θά ποτίζεται ὄχι μόνο ὁ ἴδιος, ἀλλά καί οἱ ἄλλοι πού θά ἔρχονται σέ σχέση μ’ αὐτόν.
39 Αὐτά τά λόγια τά εἶπε ὁ Κύριος γιά τό Ἅγιον Πνεῦμα, πού θά ἀποκτοῦσαν μετά τήν Ἀνάληψή του στούς οὐρανούς ὅσοι θά πίστευαν σ’ αὐτόν. Διότι πρωτύτερα εἶχαν βέβαια δοθεῖ χαρίσματα προφητικά καί θαυματουργικά σέ ἀνθρώπους δίκαιους καί προφῆτες, ἀλλά ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ἀναγεννᾶ τούς ἀνθρώπους καί τούς μεταδίδει τή θεία καί μακαρία ζωή δέν εἶχε δοθεῖ σέ κανέναν. Καί δέν εἶχε δοθεῖ ἡ χάρις αὐτή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διότι ὁ Ἰησοῦς δέν εἶχε ἀκόμη δοξασθεῖ μέ τό Πάθος του καί τήν Ἀνάληψή του. 40 Πολλοί λοιπόν ἀπό τόν λαό, ὅταν ἄκουσαν τά λόγια αὐτά πού εἶπε ὁ Κύριος στή διάρκεια τῆς ἑορτῆς, ἔλεγαν: Πράγματι αὐτός εἶναι ὁ προφήτης πού μᾶς προανήγγειλε ὁ Μωυσῆς. 41 Ἄλλοι ἔλεγαν: Αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας Χριστός. Ἄλλοι ἔλεγαν: Δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ὁ Μεσσίας· διότι μήπως ὁ Μεσσίας εἶναι νά ἔρθει ἀπό τή Γαλιλαία; 42 Δέν εἶπε ἡ Ἁγία Γραφή ὅτι ὁ Μεσσίας Χριστός θά προέρχεται ἀπό τό γένος τοῦ Δαβίδ καί ἀπό τό χωριό τῆς Βηθλεέμ, ὅπου γεννήθηκε καί μεγάλωσε ὁ Δαβίδ; 43 Προκλήθηκε λοιπόν διαίρεση καί διαφωνία μεταξύ τοῦ λαοῦ γι’ αὐτόν. 44 Μερικοί μάλιστα ἀπ’ αὐτούς ἤθελαν νά τόν συλλάβουν, ἀλλά κανείς δέν τόλμησε ν’ ἁπλώσει χέρι ἐπάνω του· διότι μιά ἀόρατη δύναμη τούς συγκρατοῦσε καί τούς παρεμπόδιζε. 45 Ἐπειδή λοιπόν κανείς δέν μποροῦσε νά τόν συλλάβει, γύρισαν ἄπρακτοι οἱ ὑπηρέτες στούς ἀρχιερεῖς καί τούς Φαρισαίους. Κι ἐκεῖνοι τούς ρώτησαν: Γιατί δέν τόν φέρατε, ἀφοῦ καί δημοσίως ἐμφανίστηκε καί πολλοί ἀπ’ τό πλῆθος τόν ἄκουγαν μέ δυσμένεια καί ἦταν ἕτοιμοι νά σᾶς βοηθήσουν μή σᾶς διαφύγει; 46 Τότε οἱ ὑπηρέτες τούς ἔδωσαν τήν ἑξῆς ἀπάντηση: Ποτέ ἄλλοτε δέν δίδαξε ἄλλος ἄνθρωπος μέ τόση σοφία καί δύναμη καί χάρη μέ ὅση διδάσκει ὁ ἄνθρωπος αὐτός.
47 Ὕστερα λοιπόν ἀπό τήν ἀνέλπιστη αὐτή ἀπάντηση τῶν ὑπηρετῶν τούς ξαναρώτησαν οἱ Φαρισαῖοι: Μήπως παρασυρθήκατε κι ἐσεῖς, πού εἶστε πάντοτε κοντά μας καί ἀκοῦτε τή διδασκαλία μας, κι ἔχετε πλανηθεῖ ἀπ’ αὐτόν, ὅπως τά ἀμαθή πλήθη τοῦ λαοῦ; 48 Μήπως πίστεψε σ’ αὐτόν κανείς ἀπ’ τούς ἄρχοντες, πού εἶναι οἱ μόνοι ἁρμόδιοι νά κρίνουν τά θρησκευτικά ζητήματα, ἤ ἀπ’ τούς Φαρισαίους, πού εἶναι ἄγρυπνοι φύλακες τῶν παραδόσεων καί τῆς ἀληθινῆς πίστεως; 49 Κανείς ἀπ’ αὐτούς δέν πίστεψε, παρά μόνον αὐτός ὁ ὄχλος, πού δέν ξέρει τό νόμο καί γι’ αὐτό εἶναι ὅλοι τους καταραμένοι. 50 Τούς ρώτησε τότε ὁ Νικόδημος, ἐκεῖνος πού ἦλθε στόν Ἰησοῦ μέσα στή νύχτα καί ἦταν ἕνας ἀπ’ αὐτούς, διότι ἦταν κι αὐτός μέλος τοῦ συνεδρίου:
51 Μήπως ὁ νόμος μας μπορεῖ νά καταδικάσει ἕναν ἄνθρωπο, ἐάν προηγουμένως δέν τόν ἀκούσει ὁ δικαστής πού ἐκπροσωπεῖ τό νόμο καί μάθει ἀπό τήν ἀπολογία του τί ἀξιοκατάκριτο καί ἀξιόποινο ἔκανε; 52 Ἐκεῖνοι τότε τοῦ εἶπαν: Μήπως εἶσαι κι ἐσύ ἀπό τή Γαλιλαία; Ἐξέτασε καί εὔκολα θά δεῖς καί θά πεισθεῖς ἀπό τά πράγματα ὅτι κανείς προφήτης ἀπό τή Γαλιλαία δέν ἔχει βγεῖ ἕως τώρα.
η΄ 12 Ὁ Ἰησοῦς τούς μίλησε πάλι καί τούς εἶπε: Ἐγώ εἶμαι τό φῶς ὄχι μόνο τῶν Ἰουδαίων ἀλλά ὅλου τοῦ κόσμου. Ἐκεῖνος πού μέ ἀκολουθεῖ μέ πλήρη ἐμπιστοσύνη κι ἐλπίδα καί μέ πρόθυμη ὑπακοή στά λόγια μου, δέν θά περπατήσει οὔτε θά βρεθεῖ ποτέ στό σκοτάδι τῆς πλάνης καί τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά θά ἔχει μέσα του τό ζωηφόρο καί πνευματικό φῶς, πού προέρχεται ἀπό τήν ἀληθινή ζωή, τόν Θεό.
Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 23 Ἰουνίου 2024, Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς (Πράξ. β΄ 1-11)
Ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες οἱ ἀπόστολοι ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό. καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι· καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι. Ἦσαν δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ κατοικοῦντες Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν· γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν. ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι; καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν, Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοί τε καὶ προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ Ἄραβες, ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;
ΟΛΟΙ ΕΝΑ!
«Ἤρξαντο λαλεῖν
ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι»
Πεντηκοστή! Ἡμέρα τῆς φανερώσεως τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ τρίτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, κατῆλθε μὲ τὴ μορφὴ φωτιᾶς στὸν εὐρύτερο κύκλο τῶν Μαθητῶν καὶ διαμερίσθηκε σὲ πύρινες γλῶσσες, ποὺ κάθισαν ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ καθενός. Ἄρχισαν οἱ μέχρι τότε ἀγράμματοι Μαθητὲς νὰ ὁμιλοῦν ξένες γλῶσσες.
Τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονὸς οἱ ἱεροὶ ἑρμηνευτὲς τὸ συσχετίζουν μὲ ἕνα πολὺ διδακτικὸ περιστατικό, ποὺ περιγράφεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ τὸ ὁποῖο εἶχε συμβεῖ αἰῶνες νωρίτερα· τότε ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἀποφάσισαν μὲ ἀλαζονεία νὰ χτίσουν ἕναν ψηλὸ πύργο, τοῦ ὁποίου ἡ κορυφὴ νὰ φθάσει ἕως τὸν οὐρανό: τὸν πύργο τῆς Βαβέλ. Ὁ Θεὸς ἐπέφερε τότε σύγχυση στὴν ἐπικοινωνία τους τιμωρώντας τους μὲ τὴν πολυγλωσσία. Γιατί, ἀλήθεια, ὁ Θεὸς χώρισε τότε τοὺς ἀνθρώπους καὶ πῶς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐπανέφερε πάλι τὴν ἑνότητα;
1. Ἡ διαίρεση τῆς Βαβὲλ
Μετὰ τὴν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὴν κοινωνία του μὲ τὸν Θεό. Ἀπομακρύνθηκε κι ἀπὸ τὸν συνάνθρωπό του. Ἀγρίεψε. Ἔφθασε ὁ ἀδελφὸς νὰ σκοτώσει τὸν ἀδελφό του, ὁ Κάιν τὸν Ἄβελ. Ὁ Θεὸς γιὰ νὰ σταματήσει τὴ διαστροφὴ αὐτὴ ἐπέτρεψε τὸν φοβερὸ κατακλυσμό. Οἱ ἄνθρωποι ὡστόσο παρέμειναν ἀσυγκίνητοι ἀπὸ τὴν πρωτοφανὴ ἐκείνη καταστροφή. Τὸ ἀποκορύφωμα μάλιστα τῆς ἀλαζονείας, τῆς ἐπάρσεώς τους ἦταν ἡ ἐπιθυμία τους νὰ οἰκοδομήσουν ἕναν πύργο πανύψηλο, ποὺ ἡ κορυφή του νὰ φθάσει στὸν οὐρανό καὶ νὰ γίνουν ἔτσι ὀνομαστοί. Πόσο ἀνόητοι ὅμως ἀποδείχθηκαν!
Ὁ παντοδύναμος Κύριος μὲ τὴν πολυγλωσσία ποὺ ἐπέφερε ματαίωσε τὰ ὑπερφίαλα σχέδιά τους. «Δεῦτε καὶ καταβάντες συγχέωμεν αὐτῶν ἐκεῖ τὴν γλῶσσαν, ἵνα μὴ ἀκούσωσιν ἕκαστος τὴν φωνὴν τοῦ πλησίον» (Γεν. ια΄ 7), εἶπε ὁ Τρισυπόστατος Θεός. Ἂς ἐπιφέρουμε, δηλαδή, σύγχυση στὴ γλώσσα ποὺ μιλοῦν οἱ ἄνθρωποι, ὥστε νὰ μὴν κατανοεῖ ὁ ἕνας τὴ γλώσσα τοῦ ἄλλου καὶ νὰ μὴν μποροῦν νὰ συνεννοηθοῦν μεταξύ τους. Ἡ ἐπικοινωνία τους τότε διασαλεύθηκε. Ἐπῆλθε ἡ σύγχυση μεταξύ τους, ὁ διασκορπισμός, καὶ ἔτσι ματαιώθηκε τὸ ἀλαζονικὸ σχέδιό τους. Μὲ τὴ λέξη «σύγχυση» ἀποδίδεται ἡ ἑβραϊκὴ λέξη «Βαβέλ», γι’ αὐτὸ καὶ ὁ πύργος ποὺ ἐπιδίωξαν νὰ κτίσουν ὀνομάσθηκε «Πύργος τῆς Βαβέλ».
Ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε τὴ διαίρεση αὐτή, τὸν χωρισμὸ τῶν ἀνθρώπων ἐξαιτίας τοῦ ἐγωισμοῦ τους. Διότι ὁ ἐγωισμὸς εἶναι ποὺ χωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸν χωρίζει ἐπιπλέον ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του. Τὸν ἀπομονώνει, τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ ὅλους. Ἀγριεύει ὁ ἄνθρωπος ποὺ θεωρεῖ ὡς κέντρο τὸν ἑαυτό του καὶ τὶς ἐπιθυμίες του. Πνίγεται τελικὰ στὴ φιλαυτία καὶ τὸν ἀτομισμό του.
2. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας
Αἰῶνες μετὰ τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο γεγονὸς τῆς Βαβέλ, καὶ συγκεκριμένα τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, θεμελιώθηκε ἕνας ἄλλος Πύργος, ἀκατάβλητος καὶ αἰώνιος. Ἕνα οἰκοδόμημα πνευματικό, ποὺ ἀγγίζει τὸν οὐρανό: ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ὅπως ἀκούσαμε στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ὑπῆρχαν στὴν Ἱερουσαλὴμ Ἰουδαῖοι ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὴ μορφὴ πύρινων γλωσσῶν ἐπιφοίτησε στοὺς ἁγίους Ἀποστόλους καὶ τοὺς κατέστησε πάνσοφους, ὥστε νὰ κηρύττουν τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, τὴ σωτηρία ποὺ χαρίζει ὁ Χριστός. Ἑνώθηκαν τότε ὅλοι σὲ μία πίστη, μία ψυχή, μία Ἐκκλησία. Ἑνώθηκαν οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ἦταν ἄλλοτε ξένοι καὶ διαιρεμένοι μεταξύ τους.
Τὶς ἀλήθειες αὐτὲς περιγράφει πολὺ εὔστοχα τὸ κοντάκιο τῆς Πεντηκοστῆς: «Ὅτε καταβὰς τὰς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος· ὅτε τοῦ πυρὸς τὰς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε». Δηλαδή, ὅταν ὁ Θεὸς κατέβηκε στοὺς ἀνθρώπους, τὴν ἐποχὴ ποὺ κατασκεύαζαν τὸν πύργο τῆς Βαβέλ, ἐπέφερε σύγχυση στὴ γλώσσα τους καὶ «διεμέρισε», χώρισε μεταξύ τους τὰ ἔθνη. Ὅταν τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς κατῆλθε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στοὺς ἁγίους Ἀποστόλους καὶ διαμοιράσθηκε σ᾿ αὐτοὺς μὲ τὴ μορφὴ πύρινων γλωσσῶν, κάλεσε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους σὲ μία ἀρραγὴ ἑνότητα. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, λοιπόν, μᾶς ἑνώνει τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸν Θεό. Μᾶς ἑνώνει καὶ μεταξύ μας. Αὐτὸ σημαίνει Ἐκκλησία: ἑνότητα πίστεως, λατρείας καὶ ζωῆς.
Ἀπὸ τότε τὸ Πανάγιο Πνεῦμα δὲν ἔπαυσε νὰ ἐνεργεῖ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὁ κόσμος μας ὅμως ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι διχασμένος. Ἐπικρατεῖ ἡ ἐχθρότητα, κάποτε ἀκόμη καὶ μέσα στὸ ἴδιο τὸ σπίτι μας. Ἐντάσεις μέσα στὴν οἰκογένεια, πείσματα, νεῦρα, ἀσυμφωνία χαρακτήρων, χωρισμοί. Ποιά εἶναι ἡ λύση γιὰ νὰ ἀποφευχθοῦν ὅλα αὐτά; Νὰ γίνουμε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, πνευματέμφοροι, «πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου». Διότι μόνο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ νὰ μᾶς ἑνώσει μεταξύ μας, νὰ μᾶς χαρίσει εἰρήνη καὶ ὁμόνοια, νὰ μᾶς ἐμπνεύσει νὰ μιλοῦμε τὴν ἴδια γλώσσα, τὴ γλώσσα τῆς ἀγάπης, καὶ νὰ μᾶς ἀνεβάσει στὸν Οὐρανό, ὄχι μέσῳ κάποιου ἀνθρώπινου πύργου, ὅπως αὐτοῦ τῆς Βαβέλ, ἀλλὰ μέσῳ τοῦ ἀχειροποίητου οἰκοδομήματος τῆς Ἐκκλησίας μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου