Σάββατο 22 Ιουνίου 2024

 

Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς  Εὐαγγελικὸ καί Ἀποστολικὸ  Ἀνάγνωσμα

 Κυριακῆς 23 Ἰουνίου 2024






Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 23 Ἰουνίου 2024, Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς (Ἰω. ζ΄ 37-52, η΄12)

37 Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστή­κει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. 38 ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, πο­τα­μοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐ­τοῦ ρεύσουσιν ὕδα­τος ζῶντος. 

39 τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμ­­βά­νειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦ­­μα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐ­δέπω ἐδοξάσθη. 40 πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλε­γον· οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· 41 ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; 42 οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυΐδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; 43 σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι’ αὐτόν. 

44 τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ’ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ’ αὐτὸν τὰς χεῖρας. 45 Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; 46 ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέ­ται· οὐδέποτε οὕτως ἐλάλη­σεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. 47 ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; 48 μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; 

49 ἀλλ’ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐ­πικατάρατοί εἰσι! 50 λέγει Νικόδημος πρὸς αὐ­τούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτόν, εἷς ὢν ἐξ αὐ­τῶν· 51 μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ’ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; 52 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται.

η΄ 12 Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰη­σοῦς ἐλάλησε λέγων· ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

37 Τήν τελευταία καί πιό ἐπίσημη ἡμέρα ἀπ’ ὅλες τίς ἄλλες ἡμέρες τῆς ἑορτῆς στάθηκε ὄρθιος ὁ Ἰησοῦς καί μέ ζωηρή φωνή εἶπε: Ἐάν κανείς αἰσθάνεται πόθο καί δίψα ὄχι γιά ἀγαθά ὑλικά καί φθαρτά, ἀλλά γιά τήν ἐσω­τε­ρική γαλήνη καί τή μακαριότητα τῆς θείας ζωῆς, ἄς ἔρ­­χεται σέ μένα μέ πίστη καί ἄς πίνει ἐλεύ­θερα. Κο­ν­­τά μου θά ἱκανοποιηθοῦν ὅλοι οἱ εὐγενικοί του πόθοι καί θά βρεῖ ἀνάπαυση ἡ ψυχή του. 38 Ἀπό τήν καρδιά καί τά βάθη τῆς ψυχῆς ἐκείνου πού πιστεύει σέ μένα, σύμφωνα μέ τά λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς, θά ἀναβλύζουν ποτάμια νεροῦ πού θά εἶναι πά­ντα τρεχούμενο. Κι ἔτσι θά ποτίζεται ὄχι μόνο ὁ ἴδιος, ἀλ­λά καί οἱ ἄλλοι πού θά ἔρχονται σέ σχέση μ’ αὐ­­τόν.


39 Αὐτά τά λόγια τά εἶπε ὁ Κύριος γιά τό Ἅ­γιον Πνεῦμα, πού θά ἀποκτοῦσαν μετά τήν Ἀνάληψή του στούς οὐ­ρανούς ὅσοι θά πίστευαν σ’ αὐτόν. Διότι πρω­­τύτερα εἶ­χαν βέβαια δοθεῖ χαρίσματα προφητικά καί θαυμα­τουρ­­γικά σέ ἀνθρώπους δίκαιους καί προ­φῆτες, ἀλλά ἡ χά­ρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ἀνα­γεννᾶ τούς ἀν­θρώ­πους καί τούς μεταδίδει τή θεία καί μακαρία ζωή δέν εἶ­­χε δοθεῖ σέ κανέναν. Καί δέν εἶχε δοθεῖ ἡ χάρις αὐτή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διότι ὁ Ἰησοῦς δέν εἶχε ἀκόμη δο­ξα­­σθεῖ μέ τό Πάθος του καί τήν Ἀνάληψή του. 40 Πολλοί λοιπόν ἀπό τόν λαό, ὅταν ἄκουσαν τά λό­­για αὐτά πού εἶπε ὁ Κύριος στή διάρκεια τῆς ἑορ­τῆς, ἔλε­γαν: Πράγματι αὐτός εἶναι ὁ προφήτης πού μᾶς προα­νήγ­γειλε ὁ Μωυσῆς. 41 Ἄλλοι ἔλεγαν: Αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας Χριστός. Ἄλλοι ἔλεγαν: Δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ὁ Μεσσίας· διότι μήπως ὁ Μεσ­σίας εἶναι νά ἔρθει ἀπό τή Γαλιλαία; 42 Δέν εἶπε ἡ Ἁγία Γραφή ὅτι ὁ Μεσσίας Χριστός θά προέρχεται ἀπό τό γένος τοῦ Δαβίδ καί ἀπό τό χωριό τῆς Βηθλεέμ, ὅπου γεννήθηκε καί μεγάλωσε ὁ Δαβίδ; 43 Προκλήθηκε λοιπόν διαίρεση καί διαφωνία μεταξύ τοῦ λαοῦ γι’ αὐτόν. 44 Μερικοί μάλιστα ἀπ’ αὐτούς ἤθελαν νά τόν συλλάβουν, ἀλλά κανείς δέν τόλμησε ν’ ἁπλώσει χέρι ἐπάνω του· διότι μιά ἀόρατη δύναμη τούς συγκρατοῦσε καί τούς παρεμπόδιζε. 45 Ἐπειδή λοιπόν κανείς δέν μποροῦσε νά τόν συλλά­­­­­­­­­­­βει, γύρισαν ἄπρακτοι οἱ ὑπηρέτες στούς ἀρχιερεῖς καί τούς Φα­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­­ρι­­­­­­­­­­­­σαίους. Κι ἐκεῖνοι τούς ρώ­­­­­­­­­­­­­­­­τη­­σαν: Γιατί δέν τόν φέρατε, ἀφοῦ καί δημοσίως ἐμ­­­­­­­φα­­­­­­­­­­­­­­­­­νί­­­­στηκε καί πολλοί ἀπ’ τό πλῆθος τόν ἄκουγαν μέ δυ­­­­­­­­­σμένεια καί ἦταν ἕτοιμοι νά σᾶς βοηθήσουν μή σᾶς δια­­φύγει; 46 Τότε οἱ ὑπηρέτες τούς ἔδωσαν τήν ἑξῆς ἀπάντηση: Ποτέ ἄλλοτε δέν δίδαξε ἄλλος ἄνθρωπος μέ τόση σοφία καί δύναμη καί χάρη μέ ὅση διδάσκει ὁ ἄνθρωπος αὐτός.

 47 Ὕστερα λοιπόν ἀπό τήν ἀνέλπιστη αὐτή ἀπάντηση τῶν ὑπηρετῶν τούς ξαναρώτησαν οἱ Φαρισαῖοι: Μή­πως παρασυρθήκατε κι ἐσεῖς, πού εἶστε πάντοτε κοντά μας καί ἀκοῦ­τε τή διδασκαλία μας, κι ἔχετε πλανηθεῖ ἀπ’ αὐτόν, ὅπως τά ἀμαθή πλήθη τοῦ λαοῦ; 48 Μήπως πίστεψε σ’ αὐτόν κανείς ἀπ’ τούς ἄρχοντες, πού εἶναι οἱ μόνοι ἁρμόδιοι νά κρίνουν τά θρη­­­­­­σκευ­τικά ζητήματα, ἤ ἀπ’ τούς Φαρισαίους, πού εἶ­ναι ἄγρυ­­πνοι φύλακες τῶν παραδόσεων καί τῆς ἀληθινῆς πί­­­­στε­ως; 49 Κανείς ἀπ’ αὐτούς δέν πίστεψε, παρά μόνον αὐτός ὁ ὄχλος, πού δέν ξέρει τό νόμο καί γι’ αὐτό εἶναι ὅλοι τους καταραμένοι. 50 Τούς ρώτησε τότε ὁ Νικόδημος, ἐκεῖνος πού ἦλθε στόν Ἰησοῦ μέσα στή νύχτα καί ἦταν ἕνας ἀπ’ αὐτούς, διότι ἦταν κι αὐτός μέλος τοῦ συνεδρίου: 

51 Μήπως ὁ νόμος μας μπορεῖ νά καταδικάσει ἕναν ἄν­θρωπο, ἐάν προηγουμένως δέν τόν ἀκούσει ὁ δικαστής πού ἐκ­προσωπεῖ τό νόμο καί μάθει ἀπό τήν ἀπο­λο­γία του τί ἀξιοκατάκριτο καί ἀξιόποινο ἔκανε; 52 Ἐκεῖνοι τότε τοῦ εἶπαν: Μήπως εἶσαι κι ἐσύ ἀπό τή Γαλιλαία; Ἐξέτασε καί εὔκολα θά δεῖς καί θά πεισθεῖς ἀπό τά πράγματα ὅτι κανείς προφήτης ἀπό τή Γαλιλαία δέν ἔχει βγεῖ ἕως τώρα.

η΄ 12 Ὁ Ἰησοῦς τούς μίλησε πάλι καί τούς εἶπε: Ἐγώ εἶμαι τό φῶς ὄχι μόνο τῶν Ἰουδαίων ἀλλά ὅλου τοῦ κό­­σμου. Ἐκεῖνος πού μέ ἀκολουθεῖ μέ πλήρη ἐμπι­στο­­­­­σύ­νη κι ἐλπίδα καί μέ πρόθυμη ὑπακοή στά λόγια μου, δέν θά περπατήσει οὔτε θά βρε­θεῖ ποτέ στό σκοτά­δι τῆς πλάνης καί τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά θά ἔχει μέσα του τό ζωηφόρο καί πνευματικό φῶς, πού προέρχεται ἀπό τήν ἀληθινή ζωή, τόν Θεό.


Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 23 Ἰουνίου 2024, Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς (Πράξ. β΄ 1-11)

Ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες οἱ ἀπόστολοι ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό. καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλή­ρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι· καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσ­σαι ὡσ­εὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύ­ματος Ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι. Ἦσαν δὲ ἐν Ἱε­ρουσαλὴμ κατοικοῦντες Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν· γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν. ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι; καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕ­καστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν, Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλα­μῖται, καὶ οἱ κατοι­κοῦντες τὴν Μεσοποτα­μί­αν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδη­μοῦντες Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοί τε καὶ προσή­λυτοι, Κρῆτες καὶ Ἄραβες, ἀ­κού­ο­μεν λα­λούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;

 

ΟΛΟΙ ΕΝΑ!

«Ἤρξαντο λαλεῖν
ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι»

Πεντηκοστή! Ἡμέρα τῆς φανερώσεως τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ τρίτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, κατῆλθε μὲ τὴ μορφὴ φωτιᾶς στὸν εὐρύτερο κύκλο τῶν Μαθητῶν καὶ διαμερίσθηκε σὲ πύρινες γλῶσσες, ποὺ κάθισαν ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ καθενός. Ἄρχισαν οἱ μέχρι τότε ἀγράμματοι Μαθητὲς νὰ ὁμιλοῦν ξένες γλῶσσες.

Τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονὸς οἱ ἱεροὶ ἑρμηνευτὲς τὸ συσχετίζουν μὲ ἕνα πολὺ διδακτικὸ περι­στατικό, ποὺ περιγράφεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ τὸ ὁποῖο εἶχε συμβεῖ αἰῶνες νωρίτερα· τότε ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἀποφάσισαν μὲ ἀλαζονεία νὰ χτίσουν ἕναν ψηλὸ πύργο, τοῦ ὁποίου ἡ κορυφὴ νὰ φθάσει ἕως τὸν οὐρανό: τὸν πύργο τῆς Βαβέλ. Ὁ Θεὸς ἐπέφερε τότε σύγχυση στὴν ἐπικοινωνία τους τιμωρώντας τους μὲ τὴν πολυγλωσσία. Γιατί, ἀλήθεια, ὁ Θεὸς χώρισε τότε τοὺς ἀνθρώπους καὶ πῶς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐπανέφερε πάλι τὴν ἑνότητα;

1. Ἡ διαίρεση τῆς Βαβὲλ

 Μετὰ τὴν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὴν κοινωνία του μὲ τὸν Θεό. Ἀπομακρύνθηκε κι ἀπὸ τὸν συνάνθρωπό του. Ἀγρίεψε. Ἔφθασε ὁ ἀδελφὸς νὰ σκοτώσει τὸν ἀδελφό του, ὁ Κάιν τὸν Ἄβελ. Ὁ Θεὸς γιὰ νὰ σταματήσει τὴ διαστροφὴ αὐτὴ ἐπέτρεψε τὸν φοβερὸ κατακλυσμό. Οἱ ἄνθρωποι ὡστόσο παρέμειναν ἀσυγκίνητοι ἀπὸ τὴν πρωτοφανὴ ἐκείνη καταστροφή. Τὸ ἀποκορύφωμα μάλιστα τῆς ἀλαζονείας, τῆς ἐπάρσεώς τους ἦταν ἡ ἐπιθυμία τους νὰ οἰκοδομήσουν ἕναν πύργο πανύψηλο, ποὺ ἡ κορυφή του νὰ φθάσει στὸν οὐρανό καὶ νὰ γίνουν ἔτσι ὀνομαστοί. Πόσο ἀνόητοι ὅμως ἀποδείχθηκαν!

 Ὁ παντοδύναμος Κύριος μὲ τὴν πολυγλωσσία ποὺ ἐπέφερε ματαίωσε τὰ ὑπερφίαλα σχέδιά τους. «Δεῦτε καὶ καταβάντες συγχέωμεν αὐτῶν ἐκεῖ τὴν γλῶσσαν, ἵνα μὴ ἀκούσωσιν ἕκαστος τὴν φωνὴν τοῦ πλησίον» (Γεν. ια΄ 7), εἶπε ὁ Τρισυπόστατος Θεός. Ἂς ἐπιφέρουμε, δηλαδή, σύγχυση στὴ γλώσσα ποὺ μιλοῦν οἱ ἄνθρωποι, ὥστε νὰ μὴν κατανοεῖ ὁ ἕνας τὴ γλώσσα τοῦ ἄλλου καὶ νὰ μὴν μποροῦν νὰ συνεννοηθοῦν μεταξύ τους. Ἡ ἐπικοινωνία τους τότε διασαλεύθηκε. Ἐπῆλθε ἡ σύγχυση μεταξύ τους, ὁ διασκορπισμός, καὶ ἔτσι ματαιώθηκε τὸ ἀλαζονικὸ σχέδιό τους. Μὲ τὴ λέξη «σύγχυση» ἀποδίδεται ἡ ἑβραϊκὴ λέξη «Βαβέλ», γι’ αὐτὸ καὶ ὁ πύργος ποὺ ἐπιδίωξαν νὰ κτίσουν ὀνομάσθηκε «Πύργος τῆς Βαβέλ».

Ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε τὴ διαίρεση αὐτή, τὸν χωρισμὸ τῶν ἀνθρώπων ἐξαιτίας τοῦ ἐγωισμοῦ τους. Διότι ὁ ἐγωισμὸς εἶναι ποὺ χωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸν χωρίζει ἐπιπλέον ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του. Τὸν ἀπομονώνει, τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ ὅλους. Ἀγριεύει ὁ ἄνθρωπος ποὺ θεωρεῖ ὡς κέντρο τὸν ἑαυτό του καὶ τὶς ἐπιθυμίες του. Πνίγεται τελικὰ στὴ φιλαυτία καὶ τὸν ἀτομισμό του.

2. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας

Αἰῶνες μετὰ τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο γεγο­νὸς τῆς Βαβέλ, καὶ συγκεκριμένα τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, θεμελιώθηκε ἕνας ἄλλος Πύργος, ἀκατάβλητος καὶ αἰώνιος. Ἕνα οἰκοδόμημα πνευμα­τι­­κό, ποὺ ἀγγίζει τὸν οὐρανό: ἡ ἁγία μας Ἐκ­­κλησία. Τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ὅ­πως ἀ­κούσαμε στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνω­σμα, ὑπῆρχαν στὴν Ἱερουσαλὴμ Ἰου­δαῖοι ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὴ μορφὴ πύρινων γλωσσῶν ἐπιφοίτησε στοὺς ἁγίους Ἀ­πο­στόλους καὶ τοὺς κατέστησε πάνσο­φους, ὥστε νὰ κηρύττουν τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, τὴ σωτηρία ποὺ χαρίζει ὁ Χριστός. Ἑνώθηκαν τότε ὅλοι σὲ μία πί­στη, μία ψυχή, μία Ἐκκλησία. Ἑνώθηκαν οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ἦταν ἄλλοτε ξένοι καὶ διαιρεμένοι μεταξύ τους.

Τὶς ἀλήθειες αὐτὲς περιγράφει πο­λὺ εὔστοχα τὸ κοντάκιο τῆς Πεντηκο­στῆς: «Ὅτε καταβὰς τὰς γλώσσας συνέ­χεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος· ὅτε τοῦ πυρὸς τὰς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνό­τητα πάντας ἐκάλεσε». Δηλαδή, ὅ­ταν ὁ Θεὸς κατέβηκε στοὺς ἀνθρώπους, τὴν ἐποχὴ ποὺ κατασκεύαζαν τὸν πύργο τῆς Βαβέλ, ἐπέφερε σύγχυ­ση στὴ γλώσσα τους καὶ «διεμέρισε», χώρισε μεταξύ τους τὰ ἔθνη. Ὅταν τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς κατῆλθε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στοὺς ἁγίους Ἀποστόλους καὶ διαμοιράσθηκε σ᾿ αὐτοὺς μὲ τὴ μορφὴ πύρινων γλωσσῶν, κάλεσε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους σὲ μία ἀρραγὴ ἑνότητα. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, λοιπόν, μᾶς ἑνώνει τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸν Θεό. Μᾶς ἑνώνει καὶ μεταξύ μας. Αὐτὸ σημαίνει Ἐκκλησία: ἑνότητα πίστεως, λατρείας καὶ ζωῆς.

Ἀπὸ τότε τὸ Πανάγιο Πνεῦμα δὲν ἔπαυσε νὰ ἐνεργεῖ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὁ κόσμος μας ὅμως ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι διχασμένος. Ἐπικρατεῖ ἡ ἐχθρότητα, κάποτε ἀκόμη καὶ μέσα στὸ ἴδιο τὸ σπίτι μας. Ἐντάσεις μέσα στὴν οἰκογένεια, πείσματα, νεῦρα, ἀσυμφωνία χαρακτήρων, χωρισμοί. Ποιά εἶναι ἡ λύση γιὰ νὰ ἀποφευ­χθοῦν ὅλα αὐτά; Νὰ γίνουμε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, πνευματέμφοροι, «πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου». Διότι μόνο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ νὰ μᾶς ἑνώσει μεταξύ μας, νὰ μᾶς χαρίσει εἰρήνη καὶ ὁμόνοια, νὰ μᾶς ἐμπνεύσει νὰ μιλοῦμε τὴν ἴδια γλώσσα, τὴ γλώσσα τῆς ἀγάπης, καὶ νὰ μᾶς ἀνεβάσει στὸν Οὐρανό, ὄχι μέσῳ κάποιου ἀνθρώπινου πύργου, ὅπως αὐτοῦ τῆς Βαβέλ, ἀλλὰ μέσῳ τοῦ ἀχειροποίητου οἰκοδομήματος τῆς Ἐκκλησίας μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: