Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2024

Τα Θαύματα της Παναγίας στον πόλεμο του 1940 και ο βλάσφημος Ανθυπασπιστής

ΘΑΥΜΑΤΑ ΠΑΝΑΓΙΑΣ – Στο μέτωπο ο ελληνικός στρατός έβλεπε το εξής όραμα με την Παναγία: «Έβλεπε τις νύχτες μια γυναικεία μορφή να προβαδίζει ψηλόλιγνη, αλαφροπερπάτητη, με την καλύπτρα της αναριγμένη από το κεφάλι στους ώμους.

Την αναγνώριζε, την ήξερε από παλιά, του την είχαν τραγουδήσει όταν ήταν μωρό κι ονειρευόταν στην κούνια. Ήταν η μάνα η μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα, η λαβωμένη της Τήνου, η υπερμάχος Στρατηγός».

 Γράμμα από τη Μόροβα

Ο Τάσος Ρηγόπουλος, στρατευμένος στην Αλβανία το 1940, έστειλε από το μέτωπο παρακάτω γράμμα στον αδελφό του.

«Αδελφέ μου Νίκο.

Σου γράφω από μια αετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη από την κορυφή της Πάρνηθας. Η φύση τριγύρω είναι πάλλευκη. Σκοπός μου όμως δεν είναι να σου περιγράψω τα θέλγητρα μιάς χιονισμένης Μόροβας με όλο το άγιο μεγαλείο της. Σκοπός μου είναι να σου μεταδώσω αυτό που έζησα, που το ειδα με τα μάτια μου και που φοβάμαι μήπως, ακούγοντας το από άλλους δεν το πιστέψεις.

Λίγες στιγμές πριν ορμήσουμε για το οχυρά της Μόροβας σε απόσταση καμιά δεκαριά μέτρων, μια μηλή μαυροφόρα έστεκε ακινήτη.

– Τις ει; Μίλα…

Ο σκοπός θυμωμένος ξαναφώναξε:

– Τις ει;

Τότε, σαν να μας πέρασε όλους ηλεκτρικό ρεύμα, ψιθυρίσαμε: Η ΠΑΝΑΓΙΑ!

Εκείνη όρμησε εμπρός σαν να είχε φτερά αετού. Ε­μείς από πίσω της. Συνεχώς την αισθανόμασταν να μας μεταγγίζει αντρειοσύνη. Ολοκλήρη εβδομάδα παλαίψαμε σκληρά, για να καταλάβουμε τα οχυρά Ιβάν-Μόροβας.

Υπογραμμίζω πως η επίθεση μας πέτυχε τους Ιτα­λούς στην αλλαγή των μονάδων τους. Τα παλιά τμημα­τα είχαν τραβηχθεί πίσω και τα καινουργία… κοιμόνταν! Το τι έπαθαν δεν περιγράφεται. Εκείνη ορμούσε πάντα μπροστά. Κι όταν πιά νικητές ροβολούσαμε προς την ανυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε η Υπέρμαχος έγινε ατμός, νέφος απαλό και χάθηκε».
Θαύμα στο Μπούμπεση

Ένα ζωντανό θαύμα της Παναγίας έζησαν στον Ελληνοιταλικό πόλεμο οι στρατιώτες του 51ου ανεξαρτήτου τάγματος, με διοικητή τον ταγματάρχη Πετράκη, στην κορυφογραμή του Ροντένη, δεξιά της θρυλικής Κλει­σούρας.

Κάθε βραδύ, από τις 22-1-41 και έπειτα, στις 9.20 ακριβώς, το Βαρύ Ιταλιό πυροβολικό άρχιζε βολή ε­ναντίον του τάγματος Πετράκη και του δρόμου, απ’ ο­που περνούσαν τα μεταγωγικά. Πέρασαν ημέρες και το κακό συνεχιζόταν, δημιουργώντας εκνευρισμό και α­πώλειες. Τολμηροί ανιχνευτές των εμπροσθοφυλακών και αεροπόροι εξαπολύθηκαν μέχρι βαθιά στις Ιταλικές γραμμές, αλλά επέστρεψαν άπρακτοι. Δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τα Ιταλικά πυροβόλα, ίσως γιατί οι Ιτα­λοί κάθε βραδύ τα μετακινούσαν.

Ήταν όμως απολύτη ανάγκη να εντοπισθούν οι εχ­θρικές θέσεις. Ένα βράδυ του Φεβρουαρίου ακούστη­καν πάλι οι ομοβροντίες των Ιταλικών κανονιών.

— Παναγία μου, φώναξε τότε ο ταγματάρχης εντε­λως αυθόρμητα, βοήθησέ μας! Σώσε μας απ’ αυτούς τους δαίμονες.

Αμέσως στο βάθος πρόβαλε ένα φωτεινό σύννεφο.

Σιγά-σιγά σχηματισε κάτι σαν φωτοστέφανο. Και κάτω απ’ αυτό μερικά ασημένια συννεφάκια σχημάτισαν τη μορφή της Παναγίας, η οποία άρχισε να γέρνει προς τη γη και στάθηκε σ’ ένα φάραγγι, ανάμεσα σε δύο υ­ψώματα του Μπούμπεση. Το όραμα το είδαν όλοι στο τάγμα και ρίγησαν.

— Θαύμα! βροντοφώναξε ο ταγματάρχης.

— Θαύμα! Θαύμα! επανέλαβαν οι στρατιώτες και σταυροκοπήθηκαν.

Αμέσως έφυγε ένας σύνδεσμος με σημείωμα του Πετράκη για την πυροβολαρχία του Τζήμα. Σε δέκα λε­πτα βρόντησαν τα ελληνικά κανόνια και σε είκοσι εσίγησαν τα ιταλικά. Οι οβίδες μας είχαν πετύχει απόλυτα τον στόχο.
Ο βλάσφημος Ανθυπασπιστής

Ο Χρήστος Βέργος, επιστρατευμένος στον πόλεμο της Κορέας, διηγείται:

«Ήμουν ανθυπασπιστής στο τάγμα της Κορέας. Δεν πίστευα πουθενά, παρά μόνο στη δύναμη των βαρέων όπλων που κατεύθυνα. Επί πλέον ήμουν αδιόρθωτα βλάσφημος. Όλες οι βλασφημίες μου συγκεντρωνον­ταν στην Παναγία. Όσοι με άκουγαν ανατρίχιαζαν. Οι φαντάροι μου έκαναν τον σταυρό τους, για να μην τους βρεί κακό. Οι ανώτεροί μου διαρκώς με παρατηρού­σαν και με τιμωρούσαν. Ώσπου μια νύχτα έζησα ένα ολοφάνερο θαύμα.

Ξημέρωνε η 7η Απριλίου 1951. Με την διμοιρία μου είχα καταλάβει μια πλαγιά σε ύψωμα κοντά στον 38ο παράλληλο. Μέχρι τα ξημερώματα έμεινα άγρυπνος στο όρυγμά μου μαζί με τον στρατιώτη Σταύρο Αδαμάκο. Όταν ρόδιζε η αυγή, οπότε δεν υπήρχε φόβος αιφνιδιασμού, αποκοιμήθηκα. Είδα τότε ένα όνειρο που με συνετάραξε:

Μία γυναίκα στα μαύρα ντυμένη, με αγνή ομορφιά και γλυκύτατη φωνή, με πλησιάζει και με ρωτά ακουμ­πώντας το χέρι στον ώμο μου:

– Θέλεις να βρίσκομαι κοντά σου Χρήστο; Ένοιωσα τότε μιΆ βαθειά αγαλλίαση.

– Και ποία είσαι συ; την ρώτησα.

Τότε εκείνη άλλαξε έκφραση και με παρατήρησε αυστηρά:

– Γιατί, Χρήστο, διαρκώς με βρίζεις;

– Πρώτη φορά σε βλέπω! διαμαρτυρήθηκα. Πως είναι δυνατό να βρίζω μια άγνωστή μου;

– Ναί, Χρήστο, επέμεινε εκείνη πιο αυστηρά. Με βρίζεις. Εγώ όμως είμαι πάντα κοντά σε σένα και σ’ ο­λους τους στρατιώτες του τάγματος. Γιατί δεν πηγαίνετε στο Πουσάν, ν’ ανάψετε κεριά στ’ αδέλφια σας που ε­χουν ταφεί εκεί;

Μ’ αυτή τη φράση ξύπνησα τρομαγμένος. Ο Σταύ­ρος δίπλα μου με κοίταζε σαστισμένος.

– Κύριε ανθυπασπιστά, κάτι έχεις, μου είπε. Βογγούσες και παραμιλούσες στον ύπνο σου.

Του διηγήθηκα το όνειρό μου και καταλήξαμε πως ήταν αποτέλεσμα κοπώσεως και συζητήσεων γύρω από τους νεκρούς του Πουσάν.

Ενώ όμως λέγαμε αυτά. ξαναβλέπω τη γυναίκα του ονείρου μου μπροστά μου.

— Αδαμάκο! βάζω μια φωνή. Η γυναίκα… Αυτή… Να… τη βλέπεις;

Εκείνος προσπαθούσε να με καθησυχάσει, αλλά που εγώ! Η μαυροφορεμένη γυναίκα με την αγνή ο­μορφιά και τη γλυκύτατη φωνή στάθηκε κοντά μου και μου είπε:

– Μη φοβάσαι… Μη φοβάσαι, παιδί μου. Είμαι η Παναγία. Σας προστατεύω όλους παντού και πάντοτε. Αλλά θέλω από σένα να μη με βρίσεις ούτε στις δυ­σκολότερες στιγμές της ζωής σου.

Πέφτω αμέσως ταραγμένος να φιλήσω τα πόδια της. Εκείνη όμως είχε γίνει αφάντη. Έκλαψα τότε απ’ τα βάθη της καρδιάς μου ένα κλάμα ανακουφίσεως και χαράς, εγώ που δεν είχα κλάψει ποτέ στη ζωή μου».

Ο Ν. Ντραμουντανός διηγείται μια θαυμαστή εμπει­ρία του από τον πόλεμο του ’40:

«Ο λόχος μας πήρε διαταγή να καταλάβει ένα προ­χωρημένο ύψωμα για προγεφύρωμα. Στήσαμε ταμ­πούρι μέσα στα βράχια. Μόλις τακτοποιηθήκαμε, άρχι­σε να πέφτει πυκνό χιόνι. Έπεφτε αδιάκοπα δύο μεροόνυχτα κι έφτασε σε πολλά μέρη τα δύο μέτρα. Απο­κλειστήκαμε από την επιμελητεία. Καθένας είχε τροφές στο σακκίδιό του για μία ημέρα. Από την πείνα και το κρύο δεν λάβαμε πρόνοια «διά την αύριον» και τις κα­ταβροχθίσαμε.

Από κεί και πέρα άρχισε το μαρτύριο. Τη δίψα μας τη σβήναμε με το χιόνι, αλλά η πείνα μας θέριζε. Πε­ράσαμε έτσι πέντε μερόνυχτα. Σκελετωθήκαμε. Το ηθι­κο μας το διατηρούσαμε ακμαίο, αλλά η φύση έχει και τα όριά της. Μερικοί υπέκυψαν. Το ίδιο τέλος περιμέ­ναμε όλοι«υπέρ πίστεως και πατρίδος».

Τότε μία έμπνευση του λοχαγού μας έκανε το θαύμα! Έβγαλε απ’ τον κόρφο του μία χάρτινη εικόνα της Παναγίας, την έστησε στο ψήλωμα και μας κάλεσε γυ­ρω του:

— Παλληκάρια μου! είπε. Στην κρίσιμη αυτή περίσταση ένα θαύμα μόνο μπορεί να μας σώσει. Γονατίστε, παρακαλέστε την Παναγία, τη μητέρα του Θεαν­θρώπου, να μας βοηθήσει!

Πέσαμε στα γόνατα, υψώσαμε τα χέρια, παρακαλε­σαμε θερμά. Δεν προλάβαμε να σηκωθούμε κι ακουύσαμε κουδούνια. Παραξενευτήκαμε και πιάσαμε τα ο­πλα. Πήραμε θέση «επί σκοπόν».

Δεν πέρασε ένα λεπτό και βλέπουμε ένα πελώριο μουλάρι να πλησιάζει κατάφορτο. Ανασκιρτήσαμε! Ζώο χωρίς οδηγό να περνά το βουνό, μ’ ένα μέτρο χιόνι — το λιγώτερο — ήταν εντελώς αφύσικο. Καταλα­βαμε: Το οδηγούσε η Κυρία Θεοτόκος. Την ευχαρι­στήσαμε όλοι μαζί ψάλλοντας σιγανά, μα ολόκαρδα, το «Τη υπερμάχω» και άλλους ύμνους της. Το ζώο είχε πάνω του μία ολοκλήρη επιμελητεία από τρόφιμα: κου­ραμάνες, τυριά, κονσέρβες, κονιάκ και άλλα.

Πολλές κι απίστευτες κακουχίες πέρασα στον πολε­μο. Αλλ’ αυτή μου μένει αξέχαστη, γιατί δεν είχε διε­ξοδο. Την έδωσε όμως η Παναγία»

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: