Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 1 Δεκεμβρίου 2024, ΙΔ΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιη΄ 35-43)
35 Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν εἰς Ἱεριχὼ τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν· 36 ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. 37 ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται. 38 καὶ ἐβόησε λέγων· Ἰη-σοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. 39 καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ· αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με· 40 σταθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν. ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτὸν 41 λέγων· τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω. 42 καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. 43 καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
35 Καθώς ὁ Κύριος πλησίαζε στήν Ἱεριχώ, κάποιος τυφλός καθόταν κοντά στό δρόμο καί ζητιάνευε. 36 Ὅταν ὅμως ἄκουσε τό θόρυβο τοῦ πλήθους πού περνοῦσε, ρώτησε νά μάθει τί νά ἦταν αὐτά πού ἄκουγε. 37 Τοῦ εἶπαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος περνάει ἀπό ἐκεῖ. 38 Τότε ἐκεῖνος ἄρχισε νά φωνάζει δυνατά: Ἰησοῦ, ἔνδοξε ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ πού σέ προανήγγειλαν οἱ προφῆτες, σπλαχνίσου με, ἐλέησέ με. 39 Τότε αὐτοί πού προπορεύονταν τόν μάλωναν καί τόν ἀνάγκαζαν νά σωπάσει, νομίζοντας ὅτι μέ τίς φωνές του θά ἐνοχλοῦνταν ὁ Ἰησοῦς. Αὐτός ὅμως φώναζε πολύ περισσότερο: Ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ, ἐλέησέ με. 40 Ὁ Ἰησοῦς τότε διέκοψε τήν πορεία του καί διέταξε νά τόν φέρουν κοντά του. Κι ὅταν αὐτός πλησίασε, ὁ Κύριος τόν ρώτησε 41 καί τοῦ εἶπε: Τί θέλεις νά σοῦ κάνω; Τότε ὁ τυφλός ἀπάντησε: Κύριε, θέλω νά ἀποκτήσω καί πάλι τό φῶς μου. 42 Καί ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: Ἀπόκτησε τό φῶς σου! Ἡ πίστη πού ἔχεις ὅτι εἶμαι ὁ ἀπόγονος τοῦ Δαβίδ καί ὅτι ἔχω τή δύναμη νά σοῦ δώσω τήν ὑγεία τῶν ματιῶν σου, σέ ἔσωσε ἀπό τήν ἀθεράπευτη τύφλωσή σου. 43 Καί τήν ἴδια στιγμή ὁ τυφλός ἀπέκτησε καί πάλι τό φῶς του καί ἀκολουθοῦσε τόν Ἰησοῦ δοξάζοντας τόν Θεό πού τόν θεράπευσε διαμέσου τοῦ Ἰησοῦ. Καί ὅλο τό πλῆθος τοῦ λαοῦ, ὅταν εἶδε τό θαῦμα, δοξολόγησε καί ἀνύμνησε τόν Θεό.
Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 1 Δεκεμβρίου 2024, ΚΓ΄ Κυριακῆς Ἐπιστολῶν (Ἐφεσ. β΄ 4-10)
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἣν ἠγάπησεν ἡμᾶς, καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ· χάριτί ἐστε σεσωσμένοι· καὶ συνήγειρε καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, ἵνα ἐνδείξηται ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς ἐπερχομένοις τὸν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ ἐν χρηστότητι ἐφ᾿ ἡμᾶς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ. τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διὰ τῆς πίστεως· καὶ τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεὸς ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν.
ΕΝΑ ΑΠΑΡΑΜΙΛΛΟ ΕΡΓΟ ΤΕΧΝΗΣ!
«Αὐτοῦ ἐσμεν ποίημα»
Ὑπέροχα ἔργα τέχνης καὶ πολυσύνθετα καλλιτεχνήματα ἔχουν μείνει στὴν Ἱστορία γιὰ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὸ μεγαλεῖο τους. Μὲ δέος τὰ παρατηρεῖ κανεὶς καὶ θαυμάζει τὸν δημιουργό τους. Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἕνα δημιούργημα, τὸ ὁποῖο ὑπερέχει ἀπὸ κάθε ἄλλο σέ μεγαλεῖο, σοφία καὶ τελειότητα, κι αὐτὸ εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Τεχνίτης δὲ καὶ δημιουργὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ πάνσοφος Θεός, ὅπως ἀκούσαμε στὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπή. Εἴμαστε δικό του δημιούργημα. Τί σημαίνει, ἀλήθεια, ὅτι εἴμαστε δημιούργημα τοῦ Θεοῦ; Σὲ αὐτὸ θὰ ἐπικεντρώσουμε τὴν προσοχή μας.
1. Ἡ φυσικὴ δημιουργία
Τὸ πρῶτο εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι δημιούργημα τῆς τύχης. Δὲν ἔγινε ἀπὸ μόνος του, οὔτε φύτρωσε τυχαῖα ἐπάνω στὴ γῆ. Τὸν ἔπλασε ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸ μηδέν. Τὸν ἔφερε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη. «Ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς» (Γεν. β΄ 7), ὅπως ἀνθρωποπαθῶς μᾶς περιγράφει τὸ ἱερὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Δηλαδή, μὲ ἰδιαίτερη φροντίδα ὁ ἀγαθὸς Θεὸς πῆρε χῶμα ἀπὸ τὴ γῆ, μορφοποίησε τὸν ἄνθρωπο καὶ ἐμφύσησε στὸ πρόσωπό του ζωτικὴ ἐνέργεια, ζωοποιὸ δύναμη καὶ ἔτσι ἔγινε ὁ ἄνθρωπος ζωντανὴ ὕπαρξη μὲ λογικὴ ψυχή.
Τὸν ἔπλασε μάλιστα «κατ᾿ εἰκόνα» δική του. Τοῦ ἔδωσε τὰ δικά του θεϊκὰ χαρακτηριστικά. Τὴ λογική, ὥστε νὰ σκέφτεται καὶ νὰ δημιουργεῖ. Τὸν κατέστησε κυρίαρχο ὅλης τῆς κτίσεως. Τὸν ἔπλασε ἐλεύθερο νὰ ἐπιλέγει τὸ καλὸ ἢ τὸ κακό. Τὸν δημιούργησε δυνάμει ἀθάνατο. Τοῦ ἔδωσε ἐπιπλέον τὴ δυνατότητα νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν Δημιουργό του Θεό. Ἕνα ἀριστούργημα ὁ ἄνθρωπος· τὸ ὑπεροχότερο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ· ὁ βασιλιὰς τῆς δημιουργίας.
Ὅμως ὁ πρωτόπλαστος ἄνθρωπος, παρασυρμένος στὴν ἁμαρτία, ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀμαύρωσε τὸ «κατ᾿ εἰκόνα»· τραυμάτισε τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Σὰν νὰ ἔχουμε ἕναν πολύτιμο πίνακα ζωγραφικῆς, ἕνα σπάνιο ἔργο τέχνης, τὸ ὁποῖο γεμίζουμε μὲ λάσπη, τὸ καταστρέφουμε. Ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὴν ἀγαθὴ κλίση πρὸς τὸν Θεό. Μολύνθηκαν οἱ ἐπιθυμίες του, θόλωσε ἡ σκέψη του, διεστράφη. Ἀπέκτησε πλέον ροπὴ πρὸς τὸ κακό, πρὸς τὴν ἁμαρτία.
2. Ἡ ἀνάπλαση τοῦ ἀνθρώπου
Ὁ Θεὸς ὡστόσο δὲν ἐγκατέλειψε τὸ ἀγαπημένο πλάσμα του στὴν ἀθλιότητα. «Διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἣν ἠγάπησεν ἡμᾶς, καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ», ἀκούσαμε στὴν ἀποστολικὴ περικοπή. Ἐξαιτίας τῆς πολλῆς ἀγάπης του, κι ἐνῶ ἤμασταν πνευματικὰ νεκροί, μᾶς χάρισε ζωή. Ἔγινε ὁ Θεὸς ἄνθρωπος, σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε, ἀνελήφθη στοὺς Οὐρανοὺς γιὰ νὰ μᾶς ἀναπλάσει, νὰ μᾶς ἀναγεννήσει, νὰ μᾶς ἀναδημιουργήσει, νὰ μᾶς χαρίσει καὶ πάλι τὴ ζωή· ζωὴ πολὺ ἀνώτερη ἀπὸ αὐτὴν ποὺ ἀπολάμβαναν οἱ πρωτόπλαστοι στὸν παράδεισο τῆς Ἐδέμ.
Εἴμαστε συνεπῶς δύο φορὲς «ποίημα» τοῦ Θεοῦ· ὄχι μόνο κατὰ τὴ φυσικὴ δημιουργία μας, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ἀναδημιουργία, κατὰ τὴν ἀνάπλασή μας, ποὺ εἶναι πολὺ τελειότερη ἀπὸ τὴν πρώτη δημιουργία. Διότι σ᾿ ἐκείνην ὁ Θεὸς πῆρε χῶμα γιὰ νὰ πλάσει τὸν ἄνθρωπο, ἐνῶ γιὰ τὴν ἀνάπλασή του προσέφερε τὸ ἴδιο του τὸ Αἷμα. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος πολὺ εὔστοχα περιγράφει, ὅτι ὁ Θεὸς μετὰ τὴν πτώση ξαναπῆρε τὸν ἄνθρωπο, «ἀνεφύρασεν αὐτόν, ἀνεχώνευσεν αὐτὸν ἐν τῷ βαπτίσματι». Τὸν ξαναζύμωσε, τὸν ἀνέπλασε μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα.
Ὁ ἄνθρωπος διὰ τοῦ Χριστοῦ γίνεται πλέον νέο δημιούργημα, ἄλλος ἄνθρωπος, μὲ διαφορετικὲς διαθέσεις, ἀνώτερες ἐπιθυμίες, ἀγαθὰ ἔργα. «Εἴ τις ἐν Χριστῷ, καινὴ κτίσις» (Β΄ Κορ. ε΄ 17), ὑπογραμμίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Μὲ λίγα λόγια, γίνεται ἅγιος. Αὐτὴ ὅμως ἡ νέα δημιουργία δὲν πραγματοποιεῖται σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ σὲ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν «ἐν Χριστῷ»· σὲ αὐτοὺς ποὺ θὰ πιστέψουν τὸν Χριστὸ ὡς τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεὸ καὶ θὰ ζήσουν κατὰ τὶς ἅγιες ἐντολές του· σὲ αὐτοὺς ποὺ θὰ πορευθοῦν «ἐν καινότητι ζωῆς» (Ρωμ. ϛ΄ 4).
Ἂς μὴ λησμονοῦμε λοιπὸν ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἔφερε στὸν κόσμο· μᾶς χάρισε τὴ ζωή. Καὶ ὅτι μόνο Ἐκεῖνος μᾶς ἀναδημιουργεῖ, μᾶς ἀνακαινίζει, ἀρκεῖ νὰ Τοῦ παραδώσουμε τὸν ἑαυτό μας. Τότε Ἐκεῖνος μᾶς χαρίζει νέα ζωή, οὐράνια ζωὴ πάνω στὴ γῆ καὶ αἰώνια ζωὴ στὴ Βασιλεία του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου