
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Λουκ. ιστ΄ 19-31
19 Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς. 20 πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος 21 καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἐπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. 22 ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. 23 καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. 24 καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. 25 εἶπε δὲ Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· 26 καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. 27 εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· 28 ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. 29 λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. 30 ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ’ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτοὺς, μετανοήσουσιν. 31 εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.
Νεοελληνική Απόδοση
19 Ειδικότερα δε δια τον πλούτον ακούσατε και αυτήν την παραβολήν· Ενας άνθρωπος ήτο πλούσιος και εφορούσε κόκκινον πανάκριβον ένδυμα και λευκόν, λινόν πολυτελή χιτώνα. Και κάθε ημέρα ηυφραίνετο με πολυδάπανα λαμπρά συμπόσια. 20 Εζούσε δε τότε και κάποιος πτωχός ονάματι Λαζαρος, ο όποιος ήτο παραπεταμένος κοντά εις την μεγάλην εξώπορτα του πλουσίου, γεμάτος από πληγάς. 21 Και αυτός επιθυμούσε να χορτάση την πείνα του από τα ψίχουλα, που έπιπταν από το τραπέζι του πλουσίου. Και σαν να μην έφθαναν αυτά, οι σκύλοι έγλειφαν τας πληγάς του γυμνού σχεδόν σώματός του. 22 Συνέβη δε να πεθάνη ο πτωχός και να μεταφερθή από τους αγγέλους εις τας αγκάλας του Αβραάμ, στον παράδεισον δηλαδή όπου ο Αβραάμ μαζή με τους δικαίους αναπαύονται και ευφραίνονται. Επέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη με πολλήν μεγαλοπρέπειαν. Η ψυχή του όμως κατέβηκε στον Αδην. 23 Και στον Αδην όπου εβασανίζετο, εσήκωσε τα μάτια του και βλέπει τον Αβραάμ από μακρυά και τον Λαζαρον εις τας αγκάλας του. 24 Και αυτός, που τόσην αδιαφορίαν και σκληρότητα είχε δείξει, όταν ζούσε εις την γην, εφώναξε τώρα και είπε· Πατερ Αβραάμ, σπλαγχνίσου με και στείλε τον Λαζαρον να βρέξη την άκρη από το δάκτυλο του στο νερό και να δροσίση την γλώσσαν μου, διότι πονώ φοβερά μέσα εις την βασανιστικήν αυτήν φλόγα του Αδου. 25 Είπε δε ο Αβραάμ· Τεκνον, θυμήσου, ότι συ απήλαυσες με το παραπάνω τα αγαθά σου εις την ζωήν σου και ο Λαζαρος ομοίως εδοκίμασε τα κακά της φτώχειας και της ασθενείας. Τωρα δε αυτός εδώ παρηγορείται και ευφραίνετε δια την υπομονήν, που έδειξε στον καιρόν της θλίψεώς του, συ δε κατά λόγον δικαιοσύνης βασανίζεσαι δια την φιλαυτίαν σου και την σκληρότητα της καρδίας σου. 26 Και επί πλέον μεταξύ του τόπου, που είμεθα ημείς, και του τόπου που είσθε σεις, έχει στηριχθή μέγα και ανυπέρβλητον χάσμα, ώστε εκείνοι που θέλουν να περάσουν από εδώ εις σας να μη ημπορούν ούτε και αυτοί, που είναι στο μέρος σας να μην ημπορούν να περάσουν προς ημάς. 27 Είπε δε ο πλούσιος· Τοτε σε παρακαλώ, πάτερ, να στείλης τον Λαζαρον στο πατρικό μου σπίτι, 28 διότι έχω εκεί πέντε αδελφούς, στείλε τον να τους διαβεβαιώση δι’ αυτά που συμβαίνουν εδώ, ώστε να μη καταντήσουν και αυτοί στον τόπον τούτον των βασάνων. 29 Λεγει εις αυτόν ο Αβραάμ· Εχουν τον Μωϋσέα και τους προφήτας· ας ακούσουν αυτών τας μαρτυρίας. 30 Εκείνος δε είπε· όχι, πάτερ Αβραάμ, δεν θα προσέξουν την μαρτυρίαν του Μωϋσέως και των προφητών. Αλλά εάν κανείς από τους πεθαμένους υπάγη προς αυτούς, θα μετανοήσουν. 31 Είπε δε εις αυτόν ο Αβραάμ· εάν δεν ακούσουν τον Μωϋσέα και τους προφήτας, δεν θα πεισθούν και αν ακόμη αναστηθή κάποιος εκ νεκρών”. (Οταν λείπη η καλή διάθεσις ούτε και το μεγαλύτερον θαύμα ημπορεί να οδηγήση εις πίστιν και μετάνοιαν).
***************************************************
ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ
1. Ἀδιαμαρτύρητα
Τὴ διδακτικότατη παραβολὴ τοῦ Πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου ἀκούσαμε σήμερα στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ἡ ὁποία μᾶς περιγράφει δύο ἀνθρώπους μὲ πολλὲς διαφορὲς μεταξύ τους. Ὁ ἕνας ἦταν πλούσιος, ντυμένος μὲ βασιλικὰ ἐνδύματα, ξαπλωμένος σὲ πολυτελὴ ἀνάκλιντρα, χορτάτος ἀπὸ πανάκριβα φαγητά, τὰ ὁποῖα ἀπολάμβανε σὲ λαμπρὰ συμπόσια μὲ ἐπιφανεῖς συνδαιτυμόνες. Ὁ ἄλλος ἦταν φτωχός. Ὀνομαζόταν Λάζαρος καὶ ἦταν ρακένδυτος, παραπεταμένος στὸ χῶμα, στὴν ἐξώπορτα τοῦ πλούσιου. Προσπαθοῦσε δὲ νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλούσιου. Ξεχασμένος ἀπὸ ὅλους, εἶχε μοναδικὴ συντροφιά του τὰ σκυλιά, ποὺ ἔγλειφαν τὶς πληγές του.
Κάνει ὅμως ἐντύπωση ὅτι, ἐνῶ ὁ Λάζαρος γινόταν καθημερινὰ ἀποδέκτης τῆς κατάφωρης αὐτῆς κοινωνικῆς ἀδικίας, πουθενὰ δὲν φαίνεται νὰ διαμαρτύρεται, παρὰ μόνο σιωπᾶ. Δὲν γογγύζει στὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀξιοθρήνητη κατάστασή του. Δὲν κατακρίνει τὸν πλούσιο γιὰ τὴ σκληρότητά του, οὔτε τὸν φθονεῖ γιὰ τὴ χλιδὴ ποὺ ἐκεῖνος ἀπολαμβάνει. Δὲν βρίζει, οὔτε ἀντιδρᾶ. Μόνο ὑπομένει καὶ σιωπᾶ.
Μὲ τὸ θαυμάσιο παράδειγμά του ὁ φτωχὸς Λάζαρος μᾶς προτρέπει νὰ ἀντιμετωπίζουμε κι ἐμεῖς τὶς θλίψεις καὶ τὶς δυσκολίες τῆς παρούσας ζωῆς ἀγόγγυστα, ἀδιαμαρτύρητα, καρτερικά. Εὔκολα ἴσως παρασύρονται κάποιοι σὲ γκρίνιες, παράπονα καὶ σὲ δυσφορία. Ἤ, ἀκόμη χειρότερα, σὲ λόγια βαριά, βλάσφημα κατὰ τοῦ Θεοῦ. Ἂς διδαχθοῦμε ἀπὸ τὴν εὔλαλη σιωπὴ τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου καὶ ἂς κάνουμε ὑπομονή, ἀκόμη κι ἂν τὰ καθημερινὰ προβλήματα καθιστοῦν δύσκολη ἕως μαρτυρικὴ τὴ ζωή μας.
2. Ἀπόδοση δικαιοσύνης
Κάποτε ἦλθε καὶ γιὰ τοὺς δύο ἡ στιγμὴ τοῦ θανάτου. «Ἐγένετο ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ». Δηλαδὴ τὸν μὲν φτωχὸ μετέφερε τιμητικὴ συνοδεία ἀγγέλων στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραάμ, στὴ χαρὰ τοῦ Παραδείσου, γιὰ νὰ ἀναπαυθεῖ ἀπὸ τοὺς κόπους του. Γιὰ τὸν πλούσιο ἀντίθετα ἔγινε μεγαλόπρεπη κηδεία, πουθενὰ ὅμως δὲν φάνηκαν γι᾿ αὐτὸν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Βρέθηκε στὸν Ἅδη, στὴν κόλαση.
Στὴ γῆ δὲν ἀποδόθηκε δικαιοσύνη. Ὁ πλούσιος πέθανε μέσα στὶς ἀνέσεις, ἐνῶ ὁ Λάζαρος στὰ βάσανά του. Μετὰ τὸν θάνατο ὅμως ὁ δίκαιος Κριτὴς ἀπέδωσε δικαιοσύνη σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα τοῦ καθενός. Ἄμειψε τὸν Λάζαρο γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ὑπομονή του καὶ καταδίκασε τὸν πλούσιο, ὄχι γιὰ τὸν πλοῦτο, ἀλλὰ γιὰ τὴν ὑλοφροσύνη καὶ τὴ σκληροκαρδία του.
Εἶναι συχνὸ κάποτε τὸ φαινόμενο νὰ χαίρεται καὶ νὰ εὐφραίνεται ὁ ἄδικος καὶ ἁμαρτωλὸς στὴ ζωὴ αὐτή, ἐνῶ ὁ δίκαιος καὶ ἐνάρετος νὰ ἀντιμετωπίζει δυσκολίες. Νὰ ἀπολαμβάνει ὁ ἄσωτος καὶ νὰ στερεῖται ὁ ἁγνός. Εὔλογο τότε ἀνακύπτει τὸ ἐρώτημα: «Τί ὅτι ὁδὸς ἀσεβῶν εὐοδοῦται;» (Ἱερ. ιβ΄ 1). Γιατί οἱ ἀσεβεῖς ἄνθρωποι εὐημεροῦν στὴ ζωὴ αὐτή; Δὲν εἶναι ἄδικο αὐτό; Ἂς θυμόμαστε στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι δίκαιος. Σύμφωνα δὲ μὲ τὴ θεία δικαιοσύνη του, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς τελικῆς Κρίσεως θὰ ἀποδώσει στὸν καθένα μας ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα μας στὴ ζωὴ αὐτή. Ἐκεῖ θὰ ἀλλάξουν οἱ ρόλοι καὶ ὁ καθένας θὰ πάρει τὴν ὁριστικὴ θέση του, ὅπως μᾶς φανερώνει ἡ παραβολὴ ποὺ ἀκούσαμε.
3. Ἡ μαρτυρία τῶν Γραφῶν
Ἀπὸ τὸν ἀνυπόφορο ἐκεῖνο τόπο τῶν βασάνων σηκώνει τὰ μάτια του ὁ πλούσιος καὶ βλέπει ἀπὸ μακριὰ τὸν Λάζαρο νὰ εὐφραίνεται μέσα στὴν ἀγκάλη τοῦ πατριάρχη Ἀβραάμ. Παρακαλεῖ τότε τὸν Ἀβραὰμ νὰ στείλει τὸν Λάζαρο νὰ βουτήξει τὴν ἄκρη τοῦ δακτύλου του στὸ νερὸ καὶ νὰ τοῦ δροσίσει λίγο τὴ γλώσσα, διότι ὑποφέρει ἀπὸ τὶς φλόγες τῆς κολάσεως. Ἢ ἔστω, νὰ στείλει τὸν Λάζαρο στὰ ἀδέλφια του, γιὰ νὰ τὰ προειδοποιήσει γιὰ ὅσα συμβαίνουν μετὰ τὸν θάνατο. Διότι, ἂν ἀναστηθεῖ κάποιος νεκρὸς καὶ τοὺς τὰ πεῖ, θὰ πιστέψουν. Τότε ὁ Ἀβραὰμ ἀποκρίνεται ὅτι γιὰ τὴ μετὰ θάνατον ζωὴ μαρτυροῦν οἱ λόγοι τοῦ Μωυσῆ καὶ τῶν ἄλλων Προφητῶν. Ἐὰν δὲν ἔχουν τὴ διάθεση νὰ πιστέψουν τὸν Μωυσῆ καὶ τοὺς Προφῆτες, οὔτε κάποιον ποὺ ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς πρόκειται νὰ πιστέψουν.
Ὁ τελευταῖος αὐτὸς λόγος τοῦ Κυρίου στὴ διήγηση τῆς παραβολῆς ἔχει πολὺ μεγάλη σημασία. Εἶναι μιὰ ἀπάντηση σὲ ὅσους ζητοῦν κάποιο μεγάλο, πειστικὸ θαῦμα γιὰ νὰ πιστέψουν. Ὁ Κύριος μᾶς λέει ξεκάθαρα ὅτι μέσα στὶς Γραφὲς ὑπάρχει θησαυρισμένο ὅ,τι χρειάζεται κάποιος γιὰ νὰ βρεῖ τὴν ἀλήθεια. Ἡ πίστη πλέον σὲ αὐτὴν εἶναι θέμα τῆς διαθέσεως τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ἄλλωστε καὶ οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, ἐνῶ εἶδαν τὴν ἀνάσταση τοῦ τετραήμερου Λαζάρου, θέλησαν νὰ τὸν φονεύσουν γιὰ νὰ μὴν πιστέψει ὁ λαὸς στὸν Χριστό. Ὅλα μᾶς τὰ ἔχει δώσει ὁ Θεός. Μέσα ἀπὸ τὶς Γραφὲς μᾶς ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος ὁ ἀναστημένος Κύριος καὶ μᾶς ὑποδεικνύει ἀσφαλεῖς ὁδοὺς σωτηρίας. Αὐτὸ ποὺ ἐναπόκειται σ᾿ ἐμᾶς εἶναι νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε.
***************************************************

Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 2 Νοεμβρίου 2025, ΚΑ΄ Ἐπιστολῶν (Γαλ. β΄ 16-20)
16 εἰδότες δὲ ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ. 17 εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἆρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; μὴ γένοιτο. 18 εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι. 19 ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω. 20 Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
16 Ἐπειδή ὅμως μάθαμε ἀπό τήν προσωπική μας πείρα ὅτι δέν γίνεται δίκαιος ὁ ἄνθρωπος καί δέν σώζεται μέ τήν τήρηση τῶν τυπικῶν διατάξεων τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου ἀλλά μόνο μέ τήν πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό, γι’ αὐτό λοιπόν κι ἐμεῖς πιστέψαμε στόν Ἰησοῦ Χριστό, γιά νά γίνουμε δίκαιοι καί νά σωθοῦμε ἀπό τήν πίστη στό Χριστό καί ὄχι ἀπό τά ἔργα τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου. Διότι, ὅπως ἀναφέρεται καί στούς ψαλμούς, μέ τά ἔργα τοῦ νόμου δέν θά δικαιωθεῖ καί δέν θά σωθεῖ κανένας ἄνθρωπος. 17 Ἀλλά ἐάν ὑποθέσουμε ὅτι ἡ τήρηση τοῦ νόμου εἶναι ἐπιβεβλημένη, καί συνεπῶς ἐμεῖς πού ἀφήσαμε τό νόμο ἁμαρτήσαμε καί βρεθήκαμε νά εἴμαστε ἁμαρτωλοί μόνο καί μόνο ἐπειδή ζητοῦμε νά δικαιωθοῦμε καί νά σωθοῦμε μέ τήν πίστη καί τήν κοινωνία μας μέ τόν Χριστό, τότε γεννιέται τό ἄτοπο ἐρώτημα: Ἄρα ὁ Χριστός εἶναι ὑπηρέτης ἁμαρτίας, ἀφοῦ αὐτός μᾶς ὤθησε νά ἀφήσουμε τό νόμο; Μή συμβεῖ νά ποῦμε μιά τέτοια βλασφημία. 18 Καί καταλήγουμε ὁπωσδήποτε στή βλασφημία αὐτή, ἐάν δεχθοῦμε ὡς ἀληθινή τήν ὑπόθεση πού κάναμε. Διότι, ἐάν ἐκεῖνα πού κατάργησα καί ἀθέτησα ὡς ἀνώφελα, δηλαδή τίς τυπικές διατάξεις τοῦ νόμου, αὐτά πάλι τά τηρῶ ὡς ἀναγκαῖα καί ἀπαραίτητα γιά τή σωτηρία, μέ τήν ἐπάνοδό μου αὐτή στήν τήρηση τοῦ νόμου ἀποδεικνύω τόν ἑαυτό μου παραβάτη· διότι βεβαιώνω ἔμπρακτα ὅτι ἔκανα λάθος πρωτύτερα πού ἀθέτησα τό νόμο, καί ἁμάρτησα ὅταν προτίμησα τή σωτηρία πού δίνει ὁ Χριστός. 19 Ἀλλά ὄχι. Δέν ἁμάρτησα, οὔτε εἶμαι παραβάτης. Διότι ἐγώ μέ κριτήριο τό νόμο πού κατάργησα καί ὁ ὁποῖος τιμωρεῖ μέ θάνατο κάθε παραβάτη του, πέθανα ὡς πρός τό νόμο, γιά νά ζήσω γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ. 20 Μέ τό βάπτισμα ἔχω σταυρωθεῖ κι ἔχω πεθάνει μαζί μέ τόν Χριστό. Κι ἀφοῦ εἶμαι νεκρός, δέν ἔχει πλέον καμία ἰσχύ γιά μένα ὁ νόμος. Ἔγινα κοινωνός τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ καί εἶμαι νεκρός. Λοιπόν δέν ζῶ πλέον ἐγώ, ὁ παλαιός δηλαδή ἄνθρωπος, ἀλλά ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός. Καί τή φυσική ζωή πού ζῶ μέσα στό σῶμα μου τώρα πού ἐπέστρεψα στό Χριστό, τή ζῶ μέ τήν ἔμπνευση καί τήν κυριαρχία τῆς πίστεως στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μέ ἀγάπησε καί παρέδωσε τόν ἑαυτό του γιά τή σωτηρία μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου