''Υπαπαντή'' Η Παναγία της Καλαμάτας.
“Δεῦτε τήν Εἰκόνα Ὑπαπαντῆς, τῆς Χαριτοβρύτου, ἀσπασώμεθα εὐλαβῶς, βρύουσαν παντοίων, νόσων καί πάσης βλάβης, ρῶσιν δαψιλεστάτην, καί χάριν ἄφθονον.”¹
Είναι αλήθεια πως έχουν γραφεί και έχουν ειπωθεί πολλά για την Υπεραγία Θεοτόκο.
Όσα όμως κι αν γραφούν ή ειπωθούν για την Παναγία, την επονομαζομένη “Υπαπαντή,” την Πολιούχο και Έφορο της πόλης της Καλαμάτας, θα είναι λίγα μπροστά σε αυτά που νιώθει κάθε Καλαματιανός και Μεσσήνιος όταν αναφέρεται στην Παναγία την “Υπαπαντή”.
Διότι για τους Καλαματιανούς και τους Μεσσήνιους η “Υπαπαντή” δεν είναι απλά ένα εικόνισμα της Παναγίας, δεν είναι μόνο ο Μητροπολιτικός της Ναός ή ένας χωροθετημένος τόπος προσευχής, αλλά είναι όλο τους το “είναι”.
Η αναφορά τους στην Παναγία την “Υπαπαντή” είναι κάτι παραπάνω από υπόσχεση και ορκωμοσία.
Είναι μια σχέση και ένας λόγος που ξεπερνά νόμους και όρους.
Ο ευλογημένος ο τόπος μας, η Μεσσηνία, κατέχει πολλούς ναούς τιμωμένους επ’ ονόματι της Υπεραγίας Θεοτόκου, καθώς και πολλές περίπυστες εικόνες Της.
Ως κέντρο αναφοράς όμως και ως πολύτιμο θησαύρισμα κατέχει την Ιερά Εικόνα της Παναγίας την “Υπαπαντή”.
Η εικόνα αυτή διαστάσεων περίπου 1,10 Χ 0,70 εκ. είναι, σύμφωνα με πληροφορίες, έργο του 7ου αιώνα, σύγχρονη δηλαδή με το άλλο ιερό εικόνισμα της Παναγίας της Δημιοβίτισσας.
Κατά τους χρόνους αυτούς και μέχρι την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η Ιερά Εικόνα της “Υπαπαντής” φυλασσόταν σε μικρότερο Ναό της Υπαπαντής του Χριστού, πλησίον του Κάστρου της Καλαμάτας, σε σημείο πολύ κοντά στον σημερινό μεγαλοπρεπή ναό Της.
Αυτό επιβεβαιώνει και η μαρμάρινη βάση με τον επ’ αυτής μεγάλο μαρμάρινο σταυρό, στο νοτιοανατολικό μέρος του προαυλίου χώρου του νέου ναού και επί της οποίας αναγράφεται: «Η πλάξ αυτή ενθυμίζει ιερόν και άδυτον»².
Ο παλαιός εκείνος ναός δεν γλίτωσε από την μανία των Τούρκων κατακτητών και αφού πρώτα πυρπολήθηκε, εν συνεχεία κατεδαφίσθηκε και στα συντρίμμια του έμεινε και η Ιερά Εικόνα³.
Επί του σημείου που βρισκόταν ο Ιερός Ναός ο Τούρκος Πασάς ανήγειρε στάβλους για τα άλογά του, αφού το σημείο αυτό βρισκόταν σε απόσταση μόλις μερικών δεκάδων μέτρων από το Οθωμανικό Διοικητήριο.
Στις αρχές περίπου του 17ου αιώνα, ο ιπποκόμος του Τούρκου Πασά, χριστιανός στο θρήσκευμα, έβλεπε για τρείς συνεχείς νύκτες το ίδιο όνειρο.
Μια μαυροφορεμένη γυναίκα παρουσιαζόταν και του ζητούσε να εισηγηθεί στον Πασά να μεταφέρει τα άλογά του από το σημείο εκείνο.
Ο ιπποκόμος εκμυστηρεύθηκε το όνειρο στον Πασά ο οποίος τρομοκρατήθηκε, αφού ήδη είχε παρατηρήσει ότι ένα από τα άλογά του χτυπούσε επίμονα το πόδι του σε ένα σημείο του στάβλου, σαν να ήθελε να υποδείξει κάτι.
Μετά από λίγο χρονικό διάστημα το ίδιο όνειρο είδε και ένας προύχοντας της πόλης της Καλαμάτας, ο οποίος ονομαζόταν Π. Τζάνες και είχε καλές σχέσεις με τον Πασά.
Έτσι λοιπόν παρακάλεσε τον Πασά να επιτρέψει την μεταφορά του στάβλου και να ξεκινήσει η ανασκαφή.
Πράγματι, μετά από λίγη ώρα εργασιών οι σκαπανείς βρήκαν την Ιερά Εικόνα της Θεοτόκου, ως Βρεφοκρατούσα και μάλιστα στο αριστερό Της χέρι το Θείο Βρέφος.
Επειδή δε στο σημείο εκείνο βρισκόταν ο παλαιός και κατεστραμμένος από τους Τούρκους ναΐσκος, τιμώμενος στη μεγάλη εορτή της Υπαπαντής, για αυτό και κατά την παράδοση η Ιερά Εικόνα πήρε το προσωνύμιο Παναγία η “Υπαπαντή”.
Στοιχεία αναφορικά με την ακριβή ημερομηνία της εύρεσης δεν κατέχουμε, πλην όμως, όπως αναφέρεται και στο Μέγα Ωρολόγιο4, η Ακολουθία της Ευρέσεως ψάλλεται κατά την Τετάρτη, της Στ’ Εβδομάδος από του Πάσχα, δηλαδή την ημέρα της Αποδόσεως του Πάσχα, οπότε και πιθανολογείται ως ημέρα ευρέσεως της Ιεράς Εικόνος.
Μετά την εύρεση η Εικόνα μεταφέρθηκε στον τότε Μητροπολιτικό Ναό της Καλαμάτας, στον Άγιο Γεώργιο, πλησίον του Κάστρου μέχρι το έτος 1842 οπότε ο ναός του Αγίου Γεωργίου υπέστη καταστροφικές ζημιές από σεισμό που έπληξε την περιοχή.
Τότε η Εικόνα μεταφέρθηκε στην πλησιέστερη Ιερά Μονή των Αγίων Κωνσταντίνου & Ελένης (Καλογραιών) Καλαμάτας, μέχρι τις 6 Αυγούστου του 1873 που μεταφέρθηκε στον, από του έτους 1860 θεμελιωμένο, νέο Ιερό Ναό της Υπαπαντής του Χριστού, ο οποίος και εγκαινιάσθηκε μετά από λίγες ημέρες, στις 19 Αυγούστου 1873, από τον Αρχιεπίσκοπο Μεσσηνίας Προκόπιο Γεωργιάδη, τον μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, όπως αναφέρεται σε μαρμάρινη κυβική επιγραφή, η οποία χρησιμεύει ως βάση του Εσταυρωμένου στο Ιερό Βήμα5.
Οι συνεχείς μετακομίσεις, η φθορά του χρόνου, αλλά προ πάντων η πυρπόληση και η επί πολλά χρόνια κατάχωσή της, κάτω από το στάβλο του Πασά, επέφεραν πολλές ζημιές στην Ιερά Εικόνα.
Έτσι το έτος 1839, και ενώ η Ιερά Εικόνα φυλασσόταν στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου ακόμα, με δαπάνη της Χρυσαΐδος Μπεϊζαντέ Μαυρομιχάλη και της Βαρβάρας Βράχμαν, συζύγου του Γερμανού φιλέλληνα, μεγάλου ιατρού Νικολάου Βράχμαν, ο τότε Διευθυντής της Νομαρχίας Μεσσηνίας Δημήτριος Βυζάντιος, γνωστός για την καλλιτεχνική του ευαισθησία και αριστοτέχνης της εκκλησιαστικής αγιογραφίας, επιχρωμάτισε τα πρόσωπα της Θεοτόκου και του Χριστού, πάνω σε χαλκό τον οποίο προσάρμοσε στη φθαρμένη επιφάνεια της Εικόνας, με απόλυτη επιτυχία και χωρίς καμία αρνητική επίπτωση στην απεικόνιση.
Όμως οι περιπέτειες της Ιεράς Εικόνος συνεχίσθηκαν και μετά την ανατολή του 20ού αιώνος.
Το έτος 1914, αμέσως μετά τον εορτασμό της Υπαπαντής, την νύκτα της 2ας Φεβρουαρίου, εξερράγη πυρκαγιά εντός του ναού με αποτέλεσμα να υποστεί και πάλι ζημιές η Εικόνα της “Υπαπαντής”.
Τότε ανέλαβε την αποτύπωση των ομοιωμάτων των προσώπων της Παναγίας και του Χριστού ο Καθηγητής του Πολυτεχνείου κ. Ιακωβίδης και αναζωγράφισε αυτά, τοποθετώντας και το νέο επίχρυσο κάλυμμα, το οποίο κοσμεί μέχρι τις ημέρες μας το Ιερό Εικόνισμα.
Όμως και κατά το εγγύς παρελθόν η Ιερά Εικόνα βίωσε έμμεσα μια ακόμη περιπέτεια. Κατά τους καταστρεπτικούς σεισμούς της 13ης και 15ης Σεπτεμβρίου του έτους 1986, ο Μητροπολιτικός Ναός της Υπαπαντής επλήγη ίσως περισσότερο από κάθε άλλο ιστορικό κτίσμα της πόλης μας.
Έτσι το εικόνισμά Της μεταφέρθηκε και πάλι, για λόγους ασφαλείας, στην Ιερά Μονή των Καλογραιών, όπου παρέμεινε μέχρι τις 23 Νοεμβρίου 1991, οπότε και τελέσθηκαν τα Θυρανοίξια του αποκατασταθέντος σεισμόπληκτου Μητροπολιτικού Ναού6.
Εκεί λοιπόν στην καθέδρα Της, στο Μητροπολιτικό Ναό μας, στέκεται η Κυρία Θεοτόκος, η καλουμένη και “Υπαπαντή” και δέχεται καθημερινά τις προσευχές, τα δάκρυα, τις ελπίδες και προσδοκίες των ευλαβών προσκυνητών Της.
Ως Μάνα στοργική μας ατενίζει με τα υπέροχα, μεγάλα και εκφραστικά μάτια Της, αυτά που της έδωσαν και το προσωνύμιο της Παναγίας της “Καλομμάτας” και από το οποίο μετονομάσθηκε η πόλη των Αρχαίων Φαρών, από Καλάμαι, που προσδιόριζε την πόλη μας ως πόλη των καλαμιών, σε Καλαμάτα, από την Ιερά Εικόνα της Παναγίας της “Καλομμάτας”.
Παραπομπές:
1) Μεγαλυνάριον Παρακλ. Κανόνος
2) Χρυσοστ. Θέμελη, Η Ιερά Μητρόπολις Μεσσηνίας διά μέσου των αιώνων, 2003, σελ. 251
3) Παναγία Υπαπαντή, Χρυσοστ. Θέμελη, Καλάμαι 1950
4) Μέγα Ωρολόγιον, Έκδοσις Απ. Διακονίας, Αθήναι 1963, σελ. 461
5) Χρυσοστ. Θέμελη, Η εν Καλαμάτα Ιερά Εικών της Παναγίας Υπαπαντής, Καλαμάτα 1998 σελ. 15
6) Πρωτ. Κων/νου Γιαννακοπούλου, Ιστορικές και άλλες σελίδες από τον Μητρ. Ι. Ναό Υπαπαντής, 2009, σελ. 28
Πηγή: romfaia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου