ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ´ ΛΟΥΚΑ
«Τί σοί ἐστιν ὄνομα; ῾Ο δέ εἶπε∙ Λεγεών» (Λουκ. 8, 30)
Tό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς ἡ ᾽Εκκλησία μας τό ἐπαναφέρει καί μέσω τοῦ ἁγίου Ματθαίου ἄλλη Κυριακή, προκειμένου προφανῶς νά τονισθεῖ ἡ κεντρική ἀλήθεια τῆς πίστεως ὅτι ὁ Κύριος ἦλθε στόν κόσμο «ἵνα λύσῃ τά ἔργα τοῦ διαβόλου». ῾Ο Κύριος πηγαίνει στή χώρα τῶν Γεργεσηνῶν, ὅπου ἔρχεται ἀντιμέτωπος μέ τή φοβερή κατάσταση πού εἶχαν δημιουργήσει σ᾽ ἕναν ταλαίπωρο ἄνθρωπο τά δαιμόνια, τόν ὁποῖο καί ἀπαλλάσσει ἀπό τήν καταδυναστεία τους, γιά νά ὁδηγηθεῖ τελικῶς αὐτός σέ δοξολογική ἀνάληψη ἱεραποστολικοῦ ἔργου. Ὁ διάλογος μάλιστα πού διαμείβεται μεταξύ τοῦ Κυρίου καί τοῦ δαιμονισμένου ἀνθρώπου εἶναι ἐξόχως ἐνδιαφέρων. «Τί σοί ἐστιν ὄνομα; ῾Ο δέ εἶπε∙ Λεγεών».
1. Δέν εἶναι τυχαία βεβαίως ἡ ἐρώτηση τοῦ Κυρίου. Τόν ἐρωτᾶ καταρχάς ὄχι διότι δέν γνώριζε ὁ παντογνώστης τόν ἄνθρωπο, ἀλλά διότι ἤθελε νά προκαλέσει τό δαιμόνιο ἤ μᾶλλον τά δαιμόνια νά φανερώσουν τήν ἀδυναμία τους ἐνώπιόν Του. Κι ἀκόμη τόν ἐρωτᾶ γιά τό ὄνομά του, διότι τό ὄνομα σέ ὅλους τούς λαούς, ἰδιαιτέρως ὅμως στούς ῾Εβραίους, ἦταν καί εἶναι κατεξοχήν δηλωτικό τοῦ χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἴδιου τοῦ βάθους καί τοῦ ἐσώτερου πυρήνα τῆς προσωπικότητάς του, γεγονός πού σημαίνει ὅτι ὁ Κύριος μέ τόν τρόπο αὐτόν πίεζε τά δαιμόνια νά φανερωθοῦν, ὥστε νά ἀποκαλυφθεῖ ἡ τραγωδία τοῦ ὑπό κατάληψη αὐτῶν εὑρισκομένου ἀνθρώπου: ὁ δαιμονισμένος δέν ἦταν ὁ ἑαυτός του. ῎Αλλοι ἔκαναν «κουμάντο» στήν ψυχοσωματική ὕπαρξή του.
2. Κι ἐδῶ ἀκριβῶς πρέπει νά σταθοῦμε περισσότερο. Συνηθίζουμε εἶναι ἀλήθεια νά ἐπικεντρώνουμε τήν προσοχή μας στά ἐξωτερικά συμπτώματα τοῦ δαιμονισμοῦ του: τίς τάσεις αὐτοκαταστροφῆς καί καταστροφῆς τῶν ἄλλων, τήν ἀντικοινωνικότητά του, τήν ἔλλειψη ὁποιασδήποτε αἰδοῦς, ἀλλά μέ τήν ἐρώτηση τοῦ Κυρίου φανερώνεται ἡ κόλαση τήν ὁποία βιώνει ὁ τραγικός αὐτός ἄνθρωπος. ῾Ο δαιμονισμένος δέν ἔχει ταυτότητα. Ξένες καί ἐχθρικές πρός αὐτόν καί τούς ἄλλους δυνάμεις τόν διακατέχουν καί τόν προσδιορίζουν, οἱ ὁποῖες δέν τοῦ ἐπιτρέπουν οὔτε νά σκεφτεῖ ὅπως πρέπει οὔτε νά ἐπιθυμεῖ τά ὀρθά καί δίκαια οὔτε κἄν νά αἰσθάνεται ὡς ἄνθρωπος. Μιλάμε λοιπόν γιά μία ψυχική κατάσταση πλήρους ἀλλοιώσεώς του πού μόνο ἡ νέκρωση καί ἡ ἀπώλεια μποροῦν νά τήν χαρακτηρίσουν. ῎Αν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος χαρακτήρισε ἔτσι τήν κατάσταση στήν ὁποία βρέθηκε ὁ ἄσωτος τῆς ὁμώνυμης παραβολῆς Του – «νεκρός καί ἀπολωλός» - πολύ περισσότερο ἰσχύει τοῦτο κι ἐδῶ: νά ζεῖ καί νά ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά σέ κατάσταση κυριολεκτικά θανάτου καί πνευματικῆς ἀνυπαρξίας. Διότι εἶναι ἀποκομμένος ἀπό τόν Θεό, ἀπό τόν συνάνθρωπο, ἀπό τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό.
3. Τή χαμένη, νεκρή, διεστραμμένη καί γι᾽ αὐτό τραγική αὐτήν κατάσταση - σημειώνει ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης ὁ εὐαγγελιστής στήν ᾽Αποκάλυψή του - θά βιώνουν δυστυχῶς οἱ ἄνθρωποι πάντοτε καί διαχρονικά, ἰδιαιτέρως στούς χρόνους τοῦ ἀντιχρίστου πρό τῆς Δευτέρας Παρουσίας Του, ὅταν θά ἐπιλέγουν τρόπο ζωῆς ἀντίθετο πρός τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ. ῞Οσο ὁ ἄνθρωπος θά ἐναντιώνεται πρός τόν Θεό καί τό ἅγιο θέλημά Του, τόσο καί θά ὑποδουλώνεται στόν ἀντικείμενο, τόν σατανᾶ, μέ ἀποτέλεσμα νά ζεῖ μία κόλαση, θεωρώντας ὅτι ζεῖ ἕναν «παράδεισο». Αὐτή εἶναι ἡ τραγωδία τοῦ ἀποκομμένου ἀπό τόν Χριστό ἀνθρώπου: νά βρίσκεται στά νύχια τοῦ κατεξοχήν ἐχθροῦ του, νά τρέφεται ὁ ἐχθρός αὐτός, ὁ διάβολος, ἀπό τίς σάρκες τοῦ ὑποτακτικοῦ καί δούλου του, καί νά νομίζει ὅτι «λατρεύει τῷ Θεῷ». Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ χαρακτηρίζει τόν Πονηρό ὡς «ἀνθρωποκτόνον» ἀπαρχῆς, πού σημαίνει ὅτι χαρά τοῦ Πονηροῦ εἶναι νά ταλαιπωρεῖ τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ, κατεξοχήν δέ τόν ἄνθρωπο. Καί πρῶτο θῦμα του εἶναι ὁ ἴδιος ὁ δοῦλος του. Πῶς ἄλλωστε εἶναι δυνατόν ἀπό «δένδρον σαπρόν» νά βγεῖ καλός καρπός; ῾Ο Πονηρός διάβολος συμπεριφέρεται πάντοτε μέ τόν τρόπο πού γνωρίζει: νά μεταφέρει τή δυστυχία του καί στούς ἄλλους.
4. Τή φοβερή αὐτή ἀλήθεια βεβαίως ἀγωνίζεται ὁ διάβολος νά τήν ἀποκρύπτει ἀπό τούς ἀνθρώπους, κυρίως δέ ἀπό τούς δικούς του. Κατά παραχώρηση μάλιστα τοῦ Θεοῦ, (προκειμένου νά ἀποκαλύπτονται οἱ ἀληθινοί πιστοί ἀπό τούς ψευδεῖς), παρουσιάζει τά πράγματα ἐντελῶς διαφορετικά: ὡραιοποιημένα καί φανταχτερά. Κι αὐτό τό ζοῦμε ἔντονα στήν ἐποχή μας εἴτε μέ τήν ἔξαρση τοῦ λεγόμενου σατανισμοῦ εἴτε μέ τήν προβολή τοῦ διαβόλου ὡς τάχα σωτήρα τοῦ κόσμου ἀκόμη καί μέσα ἀπό τραγούδια καί ἀπό ῾λαμπρές᾽ εἰκόνες εἴτε μέ τήν ἐξαγγελία ὅτι αὐτός εἶναι ὁ δυνατός μπροστά στόν ῾ἀδύναμο᾽ Ἐσταυρωμένο. Καί δυστυχῶς ὑπάρχουν ἀφελεῖς πού πιστεύουν τά ψεύδη αὐτά καί καταστρέφονται, ὅπως βεβαίως ὑπάρχουμε καί οἱ πολλοί ἄλλοι πού μπορεῖ ἴσως νά μήν τά δεχόμαστε, ἀλλά νά μήν ἀντιδροῦμε ὅπως πρέπει, ἀφήνοντας τά ῾δαιμονικά᾽ αὐτά νά φαίνεται ὅτι κυριαρχοῦν.
5. ῾Η ἀλήθεια βρίσκεται βεβαίως πέρα ἀπό αὐτά καί αὐτήν μαρτυρεῖ πάντοτε ἡ ᾽Εκκλησία μας. Μᾶς καλεῖ νά θυμόμαστε καί κυρίως νά ζοῦμε ἀδιάκοπα αὐτό πού σημαίνει τό ὄνομά μας: τό γενικό τοῦ χριστιανοῦ καί τό συγκεκριμένο πού πήραμε κατά τή βάπτισή μας. Διότι τό ἀληθινό ὄνομα πρωτίστως κάθε πιστοῦ εἶναι τό ῾χριστιανός᾽. ῞Ολοι γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἀπάντηση τῶν ἁγίων μαρτύρων τῆς πίστεώς μας κατά τήν περίοδο τῶν διωγμῶν, ὅταν τούς ρωτοῦσαν γιά τό ὄνομά τους, ἦταν: «χριστιανός εἶναι τό ὄνομά μου». ῎Ηξεραν οἱ ἅγιοι ὅτι ἡ ἔνταξή τους στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἡ χριστιανικότητά τους ἔκτοτε ἦταν ὅ,τι ἀνώτερο καί ἱερότερο ὑπῆρχε στή ζωή τους, αὐτό πού πράγματι χάραζε καί χαρακτήριζε τήν ὕπαρξή τους. Τό κέντρο βάρους τους ἦταν ὁ Χριστός καί ὄχι ὁτιδήποτε ἐπίγειο, ὅσο σπουδαῖο καί μεγάλο κι ἄν φάνταζε αὐτό. Γι᾽ αὐτό καί κατέθεταν καί τήν ἴδια τή ζωή τους. Κι ἔπειτα καί τό βαπτιστικό μας ὄνομα: εἶναι τό ὄνομα τοῦ ἁγίου μας, τό ὁποῖο καί αὐτό παραπέμπει στόν ἴδιο τόν Κύριο, τοῦ ῾Οποίου ἄλλωστε μιμητής ὑπῆρξε ὁ ἅγιος καί γι᾽ αὐτό καί ἅγιασε. Εἴτε λοιπόν μέ τό ὄνομα χριστιανός εἴτε μέ τό ὄνομα τοῦ ἁγίου μας θυμόμαστε ὅτι εἴμαστε μέλη Χριστοῦ, εἰκόνες δικές Του, ναοί τοῦ ἁγίου Του Πνεύματος. Κι αὐτό δέν εἶναι φαντασία, ἀλλά ἡ ἀληθινή πραγματικότητα. ῞Οπως ὁ δαιμονισμένος ζοῦσε δυστυχῶς τήν ξενική κατοχή χωρίς ὄνομα δικό του, τό ἴδιο κι ἐμεῖς ἐκ τοῦ ἀντιθέτου: ζοῦμε τήν «κατοχή» μας ἀπό τό ῞Αγιο Πνεῦμα, τόν Θεό μας, ὁ ῾Οποῖος ὅμως μᾶς ἐλευθερώνει («οὗ τό Πνεῦμα Κυρίου ἐκεῖ καί ἐλευθερία») καί μᾶς κάνει νά νιώθουμε παιδιά τοῦ Θεοῦ, μέ διαρκή μέσα μας τήν κραυγή: «᾽Αββᾶ, ὁ Πατήρ»! Νά νιώθω παιδί τοῦ Θεοῦ καί νά Τόν προσφωνῶ ῾Πατέρα᾽ εἶναι αὐτό πού μοῦ προσφέρει τό ὄνομά μου. Τό χριστιανικό ἀσφαλῶς ὄνομά μου καί ὄχι ὁποιοδήποτε περίεργο, παράδοξο, ὑποκοριστικό τέτοιο πού λειτουργεῖ ἐντελῶς κατά ἀποπροσανατολιστικό τρόπο.
Νά καλλιεργοῦμε τή συναίσθηση τῆς ἀξίας τῆς χριστιανικῆς πίστεώς μας, νά καλλιεργοῦμε τή συναίσθηση αὐτοῦ πού δηλώνει τό χριστιανικό ὄνομά μας. Καί κυρίως: νά μάθουμε γιά τή ζωή τοῦ ἁγίου μας, ὥστε νά τόν νιώθουμε πιό κοντά μας καί πιό οἰκεῖο μας. Κατεξοχήν ὅμως νά τόν ἀκολουθοῦμε στήν κατά Χριστόν πολιτεία του. Τότε ἡ κραυγή μας στόν Κύριο καί σ᾽ ἐκεῖνον θά φέρνει τήν ἄμεση ἀπάντησή τους καί τήν παρουσία τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου