Ο χαριτωμένος λόγος του οσίου Ιακώβου Τσαλίκη.
Κάποτε, ο Γέροντας Ιάκωβος καθόταν σ’ ένα σκαμνάκι και εμείς ολόγυρα στην αυλή, άλλος κατάχαμα, άλλος σε σκαμνί, ήταν καλοκαίρι· αισθανόμασταν μεγάλη αγάπη και μεταξύ μας, αλλά και οικειότητα με σεβασμό στο πρόσωπο του Γέροντα. Ο Γέροντας με τον ιδιαίτερο χαριτωμένο λόγο του, αφηγούνταν θαύματα και εμφανίσεις του οσίου Δαβίδ και του αγίου Ιωάννου του Ρώσσου…
Ξαφνικά γυρίζει πίσω του, που ήταν κάποιο παιδί, και απευθυνόμενος προς το μέρος του, του λέγει: «Με συγχωρείς, τέκνον μου, δεν είναι διαβολικά αυτά που σας λέγω…».
Στο τέλος μου είπε το παιδί που είχε ξαφνιαστή ότι ακριβώς εκείνη την ώρα, έκανε την σκέψη ότι κάποια πλάνη έχει ο Γέροντας, διότι δεν είναι δυνατόν να περιγράφη τόσο απλά τις εμφανίσεις των Αγίων. Ο π. Ιάκωβος δεν είχε δει ούτε την έκφραση του προσώπου του παιδιού, γιατί ήταν ακριβώς πίσω του, αλλά Χάριτι Θεού αισθάνθηκε τις αμφιβολίες του και έσπευσε να το διορθώση.
Κάποτε, πήγα με έναν Δημήτρη, ο οποίος σήμερα είναι καλόγερος σε κάποιο Μοναστήρι. Εξομολογιόμουνα μέσα στο Άγιο Βήμα του Καθολικού, μετά τον Εσπερινό. Τα δύο φωτεινά μάτια του Γέροντα ήταν καρφωμένα πάνω μου, καθώς μου μιλούσε. Ύστερα σηκώνεται ξαφνικά ανήσυχος και λέγει: «Ο Δημήτρης! πού είναι ο Δημήτρης; πήγαινε να φωνάξης τον Δημήτρη…».
Ο Δημήτρης είχε μεγάλη μυωπία. Είχε δη πρώτος τον Γέροντα και βγήκε έξω. Έτρεξα ψάχνοντάς τον και βρήκα τον Δημήτρη στο χείλος ενός υψηλού τοίχου. Ίσως δεν είχε δη το ύψος ή το ότι βρισκόταν στο χείλος και θα έπεφτε μάλλον. «Δημήτρη! Δημήτρη! έλα γρήγορα, σε θέλει ο Γέροντας». Αυτό ήταν, γλύτωσε την πτώση.
– Ήρθε ο Δημήτρης, Γέροντα.
– Καλά, τέκνον μου, συνέχισε τώρα την εξομολόγηση.
Ο Γέροντας Ιάκωβος είδε 300 μέτρα πίσω από τοίχους ότι ο Δημήτρης λόγω της μεγάλης μυωπίας, θα έπεφτε από 5 μέτρα ύψος.
Μετά από κάποια Κυριακάτικη θεία Λειτουργία, φορώντας το επανωκαλύμμαυχο και τον σταυρό και κρατώντας το μπαστούνι, ο π. Ιάκωβος προχωρούσε προς την τράπεζα για τον καθιερωμένο καφέ. Ήταν ένα θέαμα που δεν ήταν εκ του κόσμου τούτου. Οι κόρες των ματιών του έλαμπαν σαν δύο φωτεινοί ήλιοι και είχαν γίνει τεράστιες όλο φως. Όσο πλησίαζα διαπίστωνα να εξερεύγωνται εκ των οφθαλμών ακτίνες ολόχρυσες.
Από το βιβλίο: Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες), σελ. 264, 261. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου