Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος: Εκκλησία και Επανάσταση του 1821.
του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Μεταξύ των κληρικών που στις ημέρες αγωνίστηκαν να συνεχιστούν τα ιδανικά και οι αξίες των ηρώων της Επανάστασης του 1821 είναι ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος.
Από νεαρής ηλικίας εμπνεόταν από τον νεομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ και από τους μοναχούς και τις μοναχές που διατήρησαν την ταυτότητα των Ελλήνων κατά την διάρκεια της τεσσάρων αιώνων τυραννίας από τον αλλόθρησκο κατακτητή και συνέβαλαν αποφασιστικά στην ευόδωση του Αγώνα της Εθνεγερσίας.
Για την περίοδο της Τουρκοκρατίας εμπνεόταν από τον σπουδαίο Πατριάρχη Αλεξανδρείας Μελέτιο Πηγά. Από την Εθνεγερσία εμπνεόταν από όλους τους αγωνιστές και ιδιαιτέρως από τον στρατηγό Μακρυγιάννη. Συνήθιζε να λέγει τον λόγο του Μακρυγιάννη: «Πίστη και Πατρίδα μου είναι το πολυτίμητο τζιβαϊρικό, που μας παρέδωσαν οι πατέρες μας, ένα δίδυμο αλλά αδιαίρετο χρέος ιστορικής υπάρξεως» (Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστοδούλου «Από χώμα και ουρανό», Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1999, σελ. 151).
Το 2001, για τα 180 χρόνια από την έναρξη της Επανάστασης, ο Αρχιεπίσκοπος επισκέφθηκε πολλές ενορίες των Αθηνών και διάφορα μέρη της Ελλάδος και παντού και πάντα μιλούσε για τις παρακαταθήκες που μας άφησαν οι Αγωνιστές του 1821. Άρχισε τις ομιλίες του εκείνες από το ηρωικό νησί του Κανάρη, τα Ψαρά.
Τον Αύγουστο του 2001 μετέβη στα Καλάβρυτα, όπου μιλώντας στους απογόνους των ηρώων του 1821 έθεσε το ερώτημα «πώς φτάσαμε στο σημείο και η λαχτάρα για την Πατρίδα αντιμετωπίζεται σαν αρρώστια, σαν ψώρα, που κάθε σύγχρονος άνθρωπος πρέπει να μείνει μακριά της;»
Στο σημείο αυτό ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος επισήμανε ότι πολλές φορές λαός και ηγεσία «δεν είχαμε τη φρόνηση να δούμε τη διαφορά ανάμεσα στον εθνικισμό και στον πατριωτισμό, δεν μπορέσαμε πάντοτε να καταλάβουμε ότι ο ένας είναι πολιτική αντίληψη, ενώ ο άλλος είναι η φωνή του Γένους.
Δεν είχαμε το καθαρό μάτι να δούμε ότι οι πρόγονοί μας, αυτοί που σήκωσαν τα όπλα στα Καλάβρυτα, στη Μάνη, στα Ψαρά, στο Μεσολόγγι και σε όλη την Ελλάδα, δεν υποκινούνταν από μιαν ιδεολογία, αλλά κατευθύνονταν από την πίστη στο Θεό και στην πατρίδα. Ήθελαν λευτεριά και η λευτεριά δεν είναι ιδεολογία, είναι ανάσα…Για αυτό πρέπει να αφήνουμε την πίστη και τον
πατριωτισμό των προγόνων μας και τον δικό μας, στην ιερή κιβωτό της ψυχής μας. Είναι μια πύρινη ρομφαία που την πήραν στα άξια χέρια τους οι επόμενοι γενναίοι μάρτυρες, ο Τέλος Άγρας, ο Παύλος Μελάς και οι άλλοι ήρωες του Μακεδονικού αγώνα, που την κράτησαν οι γονείς μας στην Πίνδο, στα Καλάβρυτα, στο Δίστομο και αλλού, είναι λιβάνι που καίει μέσα στην ψυχή του Γένους και όχι τσιγάρο στα χέρια περιστασιακών ιδεολογιών». (Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου «Το πνεύμα μη σβέννυτε», Εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2003, σελ. 123-125).
Για τον Μοναχισμό και για τις αναφερθείσες μεγάλες προσωπικότητες του Ελληνισμού ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος έγραψε εμπεριστατωμένη μελέτη, που αποτελεί ιερή παρακαταθήκη στην παρούσα και στις επερχόμενες γενιές των Ελλήνων. Σε αυτήν σημειώνει ότι κατά τους πρώτους μετά την άλωση του 1453 σκοτεινούς όσο και τυραννικούς για τους Έλληνες αιώνες η σωστική για το Γένος προσφορά των Μονών ήταν στη στοιχειώδη Παιδεία.
Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος σημειώνει αυτό που έγραψε ο φλογερός ιεραπόστολος όσιος Ευγένιος Γιαννούλης ο Αιτωλός το 1665, ότι στην περιοχή του «εξέλιπε προ πολλών ήδη χρόνων άπαν καλόν…και η των πεζών γραμμάτων γνώσις» και ο ίδιος αγωνίστηκε να δημιουργήσει σχολεία σε μοναστήρια και αλλού.
Τότε ήταν που οι Μονές κοντά στην προσφορά της λειτουργικής αγκαλιάς προσφέρουν και την εκπαιδευτική υπηρεσία στο αδίκως δυσφημισμένο «Κρυφό Σχολειό», και, όπως γράφει ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, «σμιλεύουν στις ψυχές των ελληνοπαίδων την γλυκείαν ελπίδα της μελλοντικής του Γένους αναστάσεως». (Αρχιμ. Χριστοδούλου Κ. Παρασκευαΐδη «Η συμβολή των μετά την άλωσιν Μονών και μοναχών εις την Εθνικήν Παλιγγενεσίαν», Ανάτυπον εκ του περιοδικού «Θεολογία», Αθήναι, 1971, σελ. 15).
Ο Αρχιεπίσκοπος σημειώνει στη μελέτη του ότι οι Μονές κατά την Επανάσταση του 1821 «κατέστησαν επαναστατικά κέντρα και ορμητήρια και δεν είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι το λάβαρόν Της υψώθη εις τον μοναστηριακόν χώρον της Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων υπό του Παλ. Πατρών Γερμανού…».Στη συνέχεια αναφέρει όλες τις Μονές και την προσφορά τους, τόσο σε χρήματα, αφού διέθεσαν στον Αγώνα όλα τα τιμαλφή που τις είχαν αφιερώσει οι πιστοί, όσο και σε μοναχούς, που πρωτοστάτησαν στην Επανάσταση και πολλοί εσφάγησαν από τον βάρβαρο δυνάστη. (Αυτ. σελ. 21-26).
Νέος ακόμη στην ηλικία ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος έγραψε επίσης μελέτη για τον μεγάλο Πατριάρχη Αλεξανδρείας Μελέτιο Πηγά (1549-1601), που πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες στον Ελληνισμό κατά
τον καιρό της τουρκοκρατίας. Η Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο για τις υπηρεσίες που προσέφερε και για την αγιότητα του βίου του. Η μνήμη του εορτάζεται στις 13 Σεπτεμβρίου. Όπως γράφει ο Αρχιεπίσκοπος διακρινόταν για «υπέροχον ελληνικόν φρόνημα, ζέον θρησκευτικόν αίσθημα, πνεύμα οξυδερκές… Στερρότατα εχόμενος των πατρίων, αδυσώπητος πολέμιος της παπικής θεοκρατίας, πολυτάλαντος και δια πολλών φυσικών πεπροικισμένος προσόντων, υπήρξεν ο μετά το σχίσμα Φώτιος, αναδειχθείς ισοστάσιος εκείνου εις τον αγώνα κατά της λατινικής προπαγάνδας…». (Αρχιμ. Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη «Μελέτιος ο Πηγάς», Εκδ. Ιεράς Συνόδου, Εν Αθήναις, 1971, σελ. 27).
Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δεν ανεχόταν την αδικία, δεν ανεχόταν το ψέμα, δεν ανεχόταν την προσβολή των ιερών και των οσίων του Έθνους και πλήρωσε τη στάση του αυτή πολύ ακριβά. Μια από τις αδικίες που δεν δέχθηκε ποτέ ήταν τα όσα γράφτηκαν σε βάρος του Αγίου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου Ε΄. Για αυτό και ως Αρχιεπίσκοπος έγραψε και εξέδωσε μιαν εμπεριστατωμένη μελέτη 725 σελίδων για τη μεγάλη όσο και μαρτυρική αυτή εκκλησιαστική προσωπικότητα.
Όπως γράφει στον πρόλογο του βιβλίου όταν ως Μητροπολίτης Δημητριάδος είχε τυπώσει μικρό μελέτημα, με τίτλο «Γρηγόριος Ε΄, ο Εθνάρχης της οδύνης», είχε παράλληλα αρχίσει να συγκεντρώνει υλικό για την εργασία που τελείωσε ως Αρχιεπίσκοπος. Σημειώνει σχετικά ότι για τη συγγραφή του βιβλίου «χρησιμοποιείτο ο ελάχιστος περισσεύων χρόνος από τον καθημερινό φόρτο απασχολήσεως και ιδίως διετίθεντο ώρες νυκτός». (Χριστοδούλου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος «Γρηγόριος Ε΄, ο εθνάρχης της οδύνης», Έκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα, 2004, σελ. 7).
Το βιβλίο του αυτό είναι η σημαντικότερη μελέτη από τις πολλές αξιόλογες που έγραψε ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος. Ο ίδιος σημειώνει: «Νομίζω ότι εξήντλησα τα περιθώρια της δυνατής ακριβείας, κατά τις πλέον αυστηρές επιστημονικές απαιτήσεις» (Αυτ. σελ. 8). Η μελέτη είναι διαρθρωμένη σε εννέα κεφάλαια, δεόντως τεκμηριωμένη και συνοδεύεται με πρωτότυπα εκκλησιαστικά κείμενα, που φέρουν την υπογραφή του Αγίου Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι οι τελευταίες ομιλίες του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου πριν ασθενήσει ήσαν στην Κύπρο και στη Μακεδονία.
Πηγή: Βήμα Ορθοδοξίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου