Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024

 

Κυριακὴ ΙΣΤ΄ Ματθαίου 

 Εὐαγγελικὸ καί Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα

 Κυριακῆς 11 Φεβρουαρίου 2024

Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 11 Φεβρουαρίου 2024, Κυριακὴ ΙΣΤ΄ Ματθαίου (Ματθ. κε΄ 14-30)

14 Ὥσπερ γὰρ ἄνθρωπος ἀποδημῶν ἐκάλεσε τοὺς ἰ­­­δίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, 15 καὶ ᾧ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἕν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύ­­­ναμιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐ­­θέως. 16 πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα. 17 ὡσαύτως καὶ ὁ τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. 18 ὁ δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ. 19 μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναίρει μετ᾿ αὐτῶν λόγον. 20 καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέ­ντε τάλαντα λαβὼν προ­σ­ή­νεγκεν ἄλλα πέντε τά­λαντα λέγων· κύριε, πέντε τάλαν­τά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλ­λα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿ αὐτοῖς. 21 ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. 22 προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβὼν εἶπε· κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿ αὐτοῖς. 23 ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. 24 προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν τάλαντον εἰληφὼς εἶπε· κύριε, ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας· 25 καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴδε ἔχεις τὸ σόν. 26 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ! ᾔδεις ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα! 27 ἔδει οὖν σε βαλεῖν τὸ ἀρ­γύριόν μου τοῖς τραπεζί­­ταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ. 28 ἄρατε οὖν ἀπ᾿ αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι τὰ δέκα τάλαντα. 29 τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ· 30 καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀ­­δόντων.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

14 Γιά νά σᾶς βρεῖ λοιπόν ὁ Κύριος ἕτοιμους, δέν ἀρκεῖ νά εἶστε μόνο προνοητικοί καί φρόνιμοι, ἀλλά καί δραστήριοι καί ἐπιμελεῖς· διότι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί ἡ κρίση καί ἀνταπόδοση πού θά κάνει ὁ Κύριος θά μοιάζει μ’ ἕναν ἄνθρωπο πού σκόπευε νά ταξιδέψει, ὁ ὁποῖος κάλεσε τούς δούλους του καί τούς παρέδωσε τά ὑπάρχοντά του, γιά νά ζητήσει ἀπ’ αὐτούς μετά ἀπό καιρό λογαριασμό γιά τή διαχείρισή τους. 15 Ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἔδωσε σέ ἄλλον πέντε τάλαντα, σέ ἄλλον δύο καί σέ ἄλλον ἕνα· στόν καθέναν ἔδωσε ἀνάλογα μέ τήν ἱκανότητα πού εἶχε νά ἐμ­πο­­­­ρευθεῖ τά ὅσα θά τοῦ ἔδινε. Κι ἔφυγε ἀμέσως γιά τό ταξίδι. (Δηλαδή ὁ Θεός προίκισε κάθε ἄνθρωπο ξεχωρι­στά μέ διάφορα χαρίσματα, γιά νά τά χρησιμοποιήσει γιά τό καλό καί τήν ὠφέλεια τοῦ συνανθρώπου του). 16 Ἐκεῖνος λοιπόν πού πῆρε τά πέντε τάλαντα, πῆγε, ἐρ­γάστηκε μ’ αὐτά καί κέρδισε ἄλλα πέντε τάλαντα. 17 Τό ἴδιο κι ἐκεῖνος πού πῆρε τά δύο τάλαντα, κέρδισε ἄλλα δύο. Καί οἱ δύο αὐτοί δοῦλοι χρησιμοποίησαν στόν ἴδιο βαθμό καλῆς διαθέσεως καί ζήλου τίς ἱκανότητες καί τά χαρίσματα πού τούς ἔδωσε ὁ Θεός γιά τή δική του δόξα καί τήν ὠφέλεια τῶν συνανθρώπων τους. 18 Ἐκεῖνος ὅμως πού πῆρε τό ἕνα τάλαντο, πῆγε καί ἔσκαψε στή γῆ κι ἔκρυψε ἐκεῖ τό χρῆμα τοῦ κυρίου του. Δηλαδή δέν καταχράσθηκε τό τάλαντο, ἀλλά ἔδει­ξε ἀμέλεια καί δέν ἐργάστηκε νά τό ἐπαυξήσει. 19 Ὕστερα λοιπόν ἀπό πολύ χρόνο ἦλθε ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων κι ἔκανε λογαριασμό μαζί τους. 20 Κι ἀφοῦ προσῆλθε ἐκεῖνος πού πῆρε τά πέντε τάλαντα, πρόσφερε ἄλλα πέντε τάλαντα καί εἶπε: Κύριε, πέντε τάλαντα μοῦ παρέδωσες· νά, ἄλλα πέντε τάλαντα κέρδισα μ’ αὐτά. 21 Τότε τοῦ εἶπε ὁ κύριός του: Πολύ καλά, δοῦλε κα­λέ καί πιστέ! Σέ λίγα ἤσουν πιστός, σέ πολλά θά σέ ἐγ­καταστήσω. Μπές μέσα γιά νά ἀπολαύσεις τήν ἴδια χαρά μέ τόν κύριό σου. Ἀφοῦ φάνηκες πιστός στά πέντε τάλαντα, ἔλα νά γίνεις συγκυρίαρχος στή μεγάλη περιουσία μου. Ἔλα νά ἀπολαύσεις τήν ἀπεριόριστη μακαριότητα τοῦ οὐρανοῦ. 22 Πλησίασε κατόπιν κι ἐκεῖνος πού πῆρε τά δύο τάλαντα καί εἶπε: Κύριε, δύο τάλαντα μοῦ παρέδωσες· νά, ἄλλα δύο τάλαντα κέρδισα μ’ αὐτά. 23 Καί ὁ κύριός του τοῦ εἶπε: Πολύ καλά, δοῦλε καλέ καί πιστέ! Σέ λίγα ἤσουν πιστός, σέ πολλά θά σέ ἐγ­κα­ταστήσω. Μπές καί σύ μέσα νά ἀπολαύσεις τή χα­ρά τοῦ κυρίου σου. 24 Πλησίασε ὅμως κι ἐκεῖνος πού εἶχε πάρει τό ἕνα τάλαντο καί εἶπε: Κύριε, σέ κατάλαβα ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος σκληρός· διότι θερίζεις ἐκεῖ πού δέν ἔσπειρες καί μαζεύεις στήν ἀποθήκη σου ἀπό ἐκεῖ πού δέν σκόρπισες καί δέν λίχνισες τόν ἁλωνισμένο καρπό. 25 Κι ἐπειδή φοβήθηκα, πῆγα καί ἔκρυψα τό τάλαντό σου μέσα στή γῆ. Ὁρίστε, ἔχεις τό χρῆμα σου. 26 Τότε ὁ κύριός του τοῦ ἀποκρίθηκε: Κακέ καί τεμπέλη δοῦλε! Γνώριζες ὅτι θερίζω ἐκεῖ πού δέν ἔσπειρα, καί μαζεύω ἀπό ἐκεῖ πού δέν σκόρπισα. 27 Ἔπρεπε λοιπόν ἐσύ νά καταθέσεις τό χρῆμα μου στούς τραπεζίτες, κι ὅταν θα ἐρχόμουν ἐγώ, θά ἔπαιρ­να μέ τόκο αὐτό πού μοῦ ἀνήκει. 28 Πάρτε λοιπόν ἀπ’ αὐτόν τό τάλαντο καί δῶστε το σ’ ἐκεῖνον πού ἔχει τά δέκα τάλαντα. 29 Διότι σέ καθέναν πού ἔχει καί αὔξησε μέ ἐπιμέλεια καί ζῆλο ἐκεῖνο πού τοῦ δόθηκε, θά τοῦ δοθοῦν κι ἄλλα καί θά ἔχει καί περίσσευμα. Ἀπό ἐκεῖνον ὅμως πού τοῦ δόθηκαν χαρίσματα ἀλλά τά παραμέλησε καί δέν τά ἐργάστηκε ὥστε νά ἔχει κι αὐτός κάτι μέ τή δική του ἐργασία, θά τοῦ πάρουν κι αὐτό τό λίγο πού τοῦ δόθηκε καί τό ἄφησε ἀκαλλιέργητο. 30 Καί τόν ἄχρηστο δοῦλο βγάλτε τον ἀπό ἐδῶ καί ρίξτε τον στό πιό ἀπομακρυσμένο ἀπό τή βασιλεία μου καί ἀπομονωμένο σκοτάδι. Ἐκεῖ οἱ ἄνθρωποι θά κλαῖνε καί θά τρίζουν τά δόντια τους.


Τώρα!


Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 11 Φεβρουαρίου 2024, ΙΣΤ΄ Κυριακῆς (Β΄ Κορ. ς΄ 1-10)

Ἀδελφοί, συνεργοῦντες παρακαλοῦμεν μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς — λέγει γάρ· καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι· ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰ­δοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας — μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία, ἀλλ᾿ ἐν παντὶ συν­ιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, ἐν ἁγνότητι, ἐν γνώσει, ἐν μακρο­θυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν ­Πνεύματι Ἁγίῳ, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ, ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ, διὰ τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέ­χοντες.

 

ΤΩΡΑ!

«Ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας»

Μιὰ πολὺ σημαντικὴ ἀλήθεια μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπὴ ἀπὸ τὴ Β΄ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολή του. Μιὰ ἀλήθεια, τὴν ὁποία συνήθως λησμονοῦμε οἱ ἄνθρωποι, βυθισμένοι στὴν τύρβη τῆς καθημερινότητας: Ἀφήνουμε τὴ ζωή μας νὰ φεύγει, χωρὶς νὰ ἐπιμελούμαστε ὅσο πρέπει τὴν ψυχή μας, καὶ χάνουμε τελικὰ τὴ μεγάλη εὐκαιρία. Τώρα εἶναι ἡ εὐκαιρία αὐτή, τονίζει ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος. Ἂς δοῦμε λοιπὸν στὴ συνέχεια, ὅτι ἡ παρούσα ζωὴ εἶναι ἡ μεγάλη εὐκαιρία γιὰ νὰ κερδίσουμε τὴ σωτηρία μας καὶ ὅτι χωρὶς ἀναβολὴ πρέπει νὰ φροντίζουμε γι᾿ αὐτήν.

1. Ἡ μεγάλη εὐκαιρία

Ἀσφαλῶς ἡ ἀξία τῆς ζωῆς μας δὲν βρίσκεται στὰ λίγα χρόνια ποὺ θὰ περπατήσουμε ἐπάνω στὴ γῆ αὐτὴ καὶ στοὺς ἐφήμερους στόχους γιὰ τοὺς ὁποίους θὰ ἀγωνισθοῦμε καὶ κάποιους ἀπὸ τοὺς ὁποίους θὰ πετύχουμε. Τὸ ταξίδι τῆς ζωῆς ἔχει ἄγνωστη διάρκεια, ἀόριστο τέλος. Ἂν καὶ ξεκινᾶ μὲ ὄνειρα καὶ ἐλπίδες, μπορεῖ νὰ δια­κοπεῖ ξαφνικὰ ἔπειτα ἀπὸ 5, 10, 40, 80 χρόνια, κάποτε καὶ μὲ ὀδυνηρὸ τρόπο. Καὶ τότε ὅλα τὰ ἐπίγεια χάνονται.

Ἡ ἀξία τῆς ἐπίγειας ζωῆς ἔγκειται στὸ ὅτι μὲ αὐτὴν μποροῦμε νὰ ἐξασφαλίσουμε τὴν αἰωνιότητα. Μποροῦμε νὰ τὴν ἀξιο­ποιήσουμε γιὰ νὰ φθάσουμε στὸν αἰώνιο προορισμό μας, ποὺ εἶναι ἡ οὐράνια Βασιλεία τοῦ Κυρίου, ἡ ἕνωσή μας μὲ τὸν Χριστό, ἡ μετοχή μας στὴ θεϊκή του δόξα. Εἶναι ἡ χρυσὴ εὐκαιρία νὰ δώσουμε λίγα γιὰ νὰ λάβουμε πολλά, νὰ ἀνταλλάξουμε τὰ φθαρτὰ μὲ τὰ αἰώνια, τὰ ψεύτικα μὲ τὰ ἀληθινά, τὰ ἐπίγεια μὲ τὰ οὐράνια. Νὰ ἐξαγοράσουμε τὴν αἰώνια μακαριότητα τοῦ Οὐρανοῦ, τὴ χαρὰ τοῦ Παραδείσου. «Μὴ προδῶμεν τὸ εὔκαιρον» (ΕΠΕ, 19, 326), μᾶς προτρέπει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἂς μὴν ἀφήσουμε δηλαδὴ νὰ μᾶς φύγει ἡ μεγάλη εὐκαιρία.

Τὴν εὐκαιρία αὐτὴ τὴν ἔχουμε τώρα· μόνο τώρα· «νῦν». Δύο φορὲς ὁ ἀπόστολος Παῦλος χρησιμοποιεῖ τὴ λέξη αὐτὴ γιὰ νὰ κάνει πιὸ ἐπιτακτικὸ τὸν λόγο του: «Ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας». Τώρα εἶναι ὁ κατάλληλος καιρός· τώρα εἶναι ἡ ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία μποροῦμε νὰ κερδίσουμε τὴ σωτηρία μας. Αὐτὸ τὸ «νῦν» ἀναφέρεται πρωτίστως στὰ χρόνια ποὺ θὰ μᾶς χαρίσει ὁ Θεὸς μέχρι τὸν θάνατό μας. Ἐπειδὴ ὅμως εἶναι ἄγνωστη ἡ διάρκεια τῆς ζωῆς μας, τὸ «νῦν» ἀναφέρεται τελικὰ στὸ παρόν, στὴν παρούσα στιγμή, διότι μόνο αὐτὴ μᾶς ἀνήκει. Μόνο αὐτὴν μποροῦμε νὰ ἀξιοποιήσουμε. Ἀγνοοῦμε τί μᾶς ἐπιφυλάσσει τὸ μέλλον.

Τὸ παρὸν λοιπὸν ἔχουμε στὰ χέρια μας. Ἡ ἐπίγεια ζωὴ εἶναι ἡ μεγάλη εὐκαιρία γιὰ νὰ κερδίσουμε τὴ σωτηρία μας. Πῶς θὰ τὴν ἀξιοποιήσουμε;

2. Χωρὶς ἀναβολὴ

Πόσο εὔκολα ξεχνιόμαστε οἱ ἄνθρωποι στὶς βιτρίνες τῆς γῆς, χωρὶς νὰ συν­ειδητοποιοῦμε ὅτι «τὸ τέλος ἐγγίζει»! Ἡ ζωή μας ὅλο καὶ τρέχει πρὸς τὸ ὁριστικὸ τέλος της. Πόσοι συνάνθρωποί μας ξα­φνικά, σὲ μιὰ ἀπρόσμενη στιγμὴ ἀναχώρησαν ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτή, χωρὶς νὰ τὸ περιμένουν! Συνεπῶς, φεύγουμε! Περαστικοὶ εἴμαστε! Δὲν θὰ μείνουμε γιὰ πάντα ἐδῶ. Καὶ βέβαια, μετὰ τὸν θάνατό μας θὰ εἶναι πλέον ἀργά. «Ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι» (Ἰω. θ΄ 4), λέει ὁ Κύριος. Ἔρχεται δηλαδὴ ἡ νύχτα τοῦ θανάτου καὶ κανεὶς τότε δὲν θὰ μπορεῖ νὰ κάνει κάτι γιὰ τὴ σωτηρία του.

Συνεπῶς, ἂς μὴν ἀναβάλλουμε. Ἀμέσως ἂς προστρέξουμε στὸ ἱερὸ Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως γιὰ νὰ καθαρίσουμε τὴν ψυχή μας μὲ τὰ δάκρυα τῆς μετάνοιας. Μετὰ τὸν θάνατο δὲν ὑπάρχει μετάνοια. Καλὸ εἶναι νὰ κλείσουμε τὰ αὐτιά μας στὸν μισόκαλο διάβολο ποὺ μᾶς ψιθυρίζει: «Ἔχεις ἀκόμη χρόνια μπροστά σου. Ζῆσε τὴ ζωή σου καὶ ἔπειτα μετανοεῖς». Θὰ ὑπάρξει, ἀλήθεια, αὐτὸ τὸ «ἔπειτα»; Εὔστοχα ἐπισημαίνει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Οὗτος ὁ αἰὼν τῆς μετανοίας, ἐκεῖνος τῆς ἀνταποδόσεως· οὗτος τῆς ἐργασίας, ἐκεῖνος τῆς μισθαποδοσίας· οὗτος τῆς ὑπομονῆς, κἀκεῖνος τῆς παρακλήσεως» (PG 32, 1236). Τώρα εἶναι ἡ κατάλληλη στιγμὴ γιὰ νὰ μετανοήσουμε. Μετὰ τὸν θάνατο θὰ λάβουμε τὴν ἀνταπόδοση. Τώρα εἶναι ἡ εὐκαιρία νὰ ἐργασθοῦμε. Τότε θὰ λάβουμε τὸν μισθὸ τῶν κόπων μας. Τώρα ἂς κάνουμε ὑπομονή, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε τότε τὴν αἰώνια παρηγοριὰ καὶ εὐφροσύνη.

Χωρὶς σπορὰ δὲν γίνεται θερισμός, οὔτε ὑπάρχει συγκομιδὴ καρποῦ. Τώρα εἶναι ὁ καιρὸς γιὰ νὰ σπείρουμε. Χωρὶς ἀναβολή, λοιπόν! Τώρα εἶναι ἡ μεγάλη εὐκαιρία νὰ δείξουμε ἀγάπη στοὺς οἰκείους μας, νὰ ἐλεήσουμε τοὺς φτωχοὺς ἀδελφούς μας, νὰ συγχωρήσουμε ὅσους μᾶς ἀδίκησαν, νὰ συμφιλιωθοῦμε μὲ ὅσους ἔχουμε κάποια ψυχρότητα, νὰ τακτοποιήσουμε κάθε ἐκκρεμότητα στὴν παρούσα ζωὴ καὶ νὰ ἑτοιμασθοῦμε, ὥστε, ὅταν κλείσουμε τὰ μάτια μας στὸν παρόντα κόσμο, νὰ τὰ ἀνοίξουμε στὴν οὐράνια Βασιλεία, ὅπου θὰ ἀτενίζουμε αἰώνια τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: