Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2024

 

Όσιος Λουκάς – 7 Φεβρουαρίου.


Ο Βίος του Οσίου Λουκά, ο οποίος «φέρει την σφραγίδα της Ιστορίας» κατά τον ιστορικό Γ. Κρέμο, που τον δημοσίευσε για πρώτη φορά στα «Φωκικά» το 1874, έχει γραφεί με κάθε λεπτομέρεια, μετά το θάνατο του Οσίου, από ανώνυμο μοναχό. Ο συγγραφέας της βιογραφίας ήταν βαθύς γνώστης της κατάστασης και των γεγονότων της εποχής, ικανότατος θεολόγος και άριστος λόγιος. Δίνει αναμφισβήτητες πληροφορίες για το ναό και το μοναστήρι και παρέχει ιστορικές μαρτυρίες για τις μεγάλες επιδρομές των Σλάβων, των Αράβων, των Σαρακηνών, των Βουλγάρων κ.α.

Σύμφωνα λοιπόν με το βιογράφο, πατρίδα του Οσίου ήταν το Καστρί της Φωκίδας, οι σημερινοί Δελφοί. Οι πρόγονοί του ήταν Αιγινήτες. Για να αποφύγουν όμως τις ληστρικές επιδρομές των Αγαρηνών (Τούρκων), αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το νησί και να εγκατασταθούν στο Ιωαννίτζη, τοποθεσία της Δεσφίνας που βρίσκεται ανάμεσα στην αρχαία Κίρρα και την Αντικυρά. Αργότερα αποτραβήχτηκαν στο λιμανάκι Βαθύ, όπου γεννήθηκε ο πατέρας του Λουκά Στέφανος και τέλος ανέβηκαν ψηλότερα και εγκαταστάθηκαν στους Δελφούς.

Ο πατέρας του παντρεύτηκε μια Αιγινήτισσα, την Ευφροσύνη, με την οποία απέκτησε επτά παιδιά. Ο Λουκάς, ο τρίτος στη σειρά, γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου του 896.
Η παιδική του ηλικία ήταν γεμάτη στερήσεις, σκληρή εργασία, αλλά και πίστη στο Θεό. Ύστερα από το θάνατο του πατέρα του, απορροφήθηκε στη μελέτη της Αγίας Γραφής και την προσευχή. Σε ηλικία 14 ετών ακολούθησε, κρυφά από τη μητέρα του, δύο μοναχούς από τη Ρώμη ως την Αθήνα και με σύστασή τους, κατέφυγε πιθανότατα στη Μονή της Παντάνασσας (Μοναστηράκι). Επέστρεψε όμως στην οικογένειά του και μετά από μικρό χρονικό διάστημα και με την συγκατάθεση της μητέρας του αποσύρθηκε για να μονάσει στο Ιωαννίτζη. Εκεί παρέμεινε από το 910 ως το 917. Κατά το έτος 917, λόγω της επιδρομής των Βουλγάρων στη Βοιωτία και τη Φωκίδα, πέρασε στην απέναντι του Κορινθιακού κόλπου ακτή, όπου παρέμεινε 10 χρόνια, από το 917-927, κοντά στο στυλίτη του Ζεμένου. Το 927 κατέφυγε και πάλι στο Ιωαννίτζη, όπου παρέμεινε επί 12 χρόνια, δηλ. από το 927-939. Το 939 εγκατέλειψε το Ιωαννίτζη και ήρθε στον Κάλαμο, περιοχή κοντά στην αρχαία Βούλιδα. Εκεί έμεινε τρία χρόνια. Στη συνέχεια έφυγε μαζί με άλλους για να σωθεί από επιδρομή των Τούρκων και πέρασε στο μικρό νησί Άμπελο απέναντι από την Αντίκυρα. Το 945 εγκατέλειψε την Άμπελο για να εγκατασταθεί οριστικά πλέον στη σημερινή θέση του μοναστηριού, όπου και απεβίωσε στις 7 Φεβρουαρίου του 953.

Στο Στείρι τον επισκέπτονταν χιλιάδες πιστοί που ζητούσαν συμπαράσταση στις δυσκολίες τους και θεία φώτιση στη ζωή τους. Ανάμεσά τους και ο στρατηγός του Θέματος της Ελλάδος Κρηνίτης Αροτράς, όπως ήδη αναφέρθηκε.
Στο ταπεινό κελλί του, δίπλα στο μισοτελειωμένο εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας, επτά χρόνια μετά την αρχική του εγκατάσταση στο Στείρι, σε ηλικία 56 ετών, ο Όσιος έκλεισε για πάντα τα μάτια του.
Δύο χρόνια μετά το θάνατό του μερικοί από τους μαθητές του ολοκλήρωσαν το ναό της Αγίας Βαρβάρας και μετέτρεψαν το κελλί του, όπου ήταν και ο τάφος του, σε «ιερόν ευκτήριον» και έτσι ιδρύθηκε η πρώτη μοναστική κοινότητα στα 955. Ο σεπτός του τάφος ήταν η σωτήρια ελπίδα, η οποία «ανέβλυζε αενάους ιάσεις», καθώς ο άγιος θεράπευε και έσωζε ανθρώπινες ζωές.

Ο Όσιος διακρίθηκε για την εργατικότητα, τη φιλοκαλία, την εγκράτεια, την ευσπλαχνία, τη φιλοξενία, τη φιλανθρωπία. Είχε προικισθεί επίσης με προφητική ικανότητα, η οποία αποδείχτηκε αλάνθαστη τόσο στον εθνικό όσο και στον ιδιωτικό βίο.
Η παράδοση του μοναστηριού βεβαίωνε ότι τα ιερά λείψανα του Οσίου είχαν αρπαγεί κατά τον 13ο αι. από τους Σταυροφόρους και είχαν μεταφερθεί στο Βατικανό. Η είδηση της ανεύρεσης τους ήρθε από τη Βενετία, στην οποία κατέληξαν ως εξής: όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Βοιωτία στα 1460 μια ομάδα μοναχών διέφυγε με το σκήνωμα του Οσίου στη Λευκάδα. Μετά την κατάκτηση και της Λευκάδας τα λείψανα του Οσίου μεταφέρθηκαν στη Βοσνία. Τον Ιούλιο του 1463 η Βοσνία κατακτήθηκε και αυτή από τους Τούρκους και οι Φραγκισκανοί μοναχοί έφεραν τα ιερά λείψανα στη Βενετία.

Ήδη όμως είχε δημιουργηθεί σύγχυση και θεωρήθηκε ότι τα λείψανα του Οσίου Λουκά άνηκαν στον Ευαγγελιστή Λουκά, που είχε ενταφιασθεί και αυτός στην πόλη των Θηβών. Επακολούθησαν συζητήσεις και Σύνοδος Καρδιναλίων στις 16 Δεκεμβρίου του 1464, όπου αποδείχθηκε ότι τα λείψανα που είχαν μεταφερθεί στην Ιταλία άνηκαν σε μοναχό της Ανατολικής Εκκλησίας, τον Λουκά, τον επονομαζόμενο «Στειριώτη».

Στις 11 Οκτωβρίου του 1986, ύστερα από ενέργειες της Ιεράς Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας και όλων των τοπικών αρχόντων της Βοιωτίας, δηλαδή μετά από 526 ολόκληρα χρόνια, αντιπροσωπεία αποτελούμενη από τον γράφοντα, τον πρώην Βοιωτίας μακαριστό Νικόδημο, τον τότε ηγούμενο της Μονής μακαριστό Νικόδημο και τον αρχιμανδρίτη και πρώην ηγούμενο της Μονής Γεώργιο, νυν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας, παρέλαβαν τα Ιερά λείψανα και τα επανατοποθέτησαν στις 13 Δεκεμβρίου του 1986 στη λειψανοθήκη του Καθολικού.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
Τῆς Ἑλλάδος τό κλέος, καί Ὁσίων τό καύχημα,
καί τόν τοῦ Στειρίου φωστῆρα, καί οἰκήτορα ὅσιον,
τιμήσωμεν ᾀσμάτων ἐν ᾠδαῖς, Λουκᾶν τόν θεοφόρον εὐσεβῶς·
τῷ Χριστῷ γάρ οἰκειοῦται διαπαντός, τούς πίστει ἀνακράζοντας·
δόξα τῷ δεδοκότι σοι ἰσχύν· δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι·
δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

(Ερμηνεία:
Τη δόξα της Ελλάδας και το καύχημα των Οσίων, το φωτεινό αστέρι
και όσιο κάτοικο του Στειρίου, τον θεοφόρο Λουκά, ας τιμήσουμε
ψέλνοντας ύμνους με ευλάβεια. Διότι κάνει οικείους στον Χριστό για
πάντα όσους αναφωνούν με πίστη: Δόξα σ’ Αυτόν που Σε ενίσχυσε.
Δόξα σ’ Αυτόν που σου απένειμε στεφάνι. Δόξα σ’ Αυτόν που κάνει
θεραπείες σε όλους μέσω εσένα.)


ψάλλει ο π.Γεώργιος Χριστοδούλου (ηχογραφήθηκε στον Όσιο Λουκά)

ΠΗΓΗ: ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΛΟΥΚΑ, ΣΤΕΙΡΙ ΒΟΙΩΤΙΑΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια: