«Παρθενική πανήγυρις σήμερον αδελφοί, …συνεκάλεσε γάρ ημάς η αγία Θεοτόκος,…το εργαστήριον των δύο φύσεων, …η παστάς, εν ή ο Λόγος ενυμφεύσατο την σάρκα…».
Όλος αυτός ο Παράδεισος της θείας Λειτουργίας και του ναού τούτου, όλη η καινή κτίσις οφείλεται στην Κυρία Θεοτόκο. Και όποιος δεν ομολογεί την Παναγία, Παρθένο Θεότοκο, «χωρίς εστι της Θεότητος». Αυτό το όνομα της Θεοτόκου όλον συνιστά το μυστήριον της θείας οικονομίας.
Και προ ημερών κάποιος νέος μοναχός ρώτησε ένα γέροντα ογδόντα ετών, που ζή χρόνια στο Όρος: «Γέροντα, τι κατάλαβες τόσα χρόνια που ζής εδώ; Τι πρέπει να προσέξη ο μοναχός, για να σωθεί;» Η απάντησις του αγράματου και σοφού γέροντα ήταν σύντομη και σαφής: «Να πιστεύης ότι ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος και η Παναγία Μητέρα Του Θεοτόκος και Παρθένος».
Μα γιατί να δίδεται τόση σημασία στην ορθή πίστι στον Θεάνθρωπο Κύριο και στην αειπάρθενο Θεοτόκο; Γιατί τόσο να επιμένη σ᾽ αυτό το σημείο ολόκληρη η ορθόδοξη Εκκλησία, από τους μεγάλους Πατέρας μέχρι τον τελευταίο μοναχό;
Σ᾽ αυτό το σημείο μας βοηθά πολύ ο Απόστολος Παύλος με όσα γράφει στην προς Γαλάτας επιστολή του: «Πρό του ελθείν την πίστιν υπό νόμον εφρουρούμεθα συγκεκλεισμένοι εις την μέλλουσαν πίστιν αποκαλυφθήναι». Πριν έλθη η πίστις, η καινή κτίσις μέσα στην οποία ζούμε τώρα, ήμασταν κλεισμένοι και εφρουρούμεθα από το νόμο αναμένοντας «την μέλλουσαν πίστιν». Αλλά ο νόμος δεν μπορεί να μας σώση. Δεν μπορεί να μας δώση αυτό που ζητάμε. Ο νόμος είναι μια κατάρα. Είναι μια φυλακή. Το πολύ-πολύ να αποδειχθή, να γίνη μια φρουρά, μια προφύλαξι. Δεν μπορεί όμως να μας δώση αυτό που βαθειά λαχταρά η φύσι μας.
Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο κατ᾽ εικόνα ιδική Του και ομοίωσι. Όπως λέει ο αββάς Ισαάκ, «εκ των αρχεγόνων στοιχείων» έπλασε το σώμα μας. Και ενεφύσησε σ᾽ αυτό πνεύμα ζωής. Μας έδωσε «μοίραν Θεού», κατά τον Μέγα Βασίλειο. Έτσι θα μπορούσαμε εμείς, υπακούοντας στο θέλημα του Θεού, να φτάναμε στο καθ᾽ ομοίωσιν, στη θέωσι. Εμείς όμως δεν το κάναμε. Παρακούσαμε του Κτίσαντος ημάς. Αμαυρώσαμε την εικόνα του Θεού με την ιλύν των παθών. Και δεν μπορούσαμε πια να ελευθερωθούμε. Δεν μπορούσαμε να επανέλθωμε στον παράδεισο, να βρούμε το δρόμο προς τη θέωσι.
Και γεννάται το ερώτημα: Ο Θεός δεν μπορούσε να μας σώση; Αυτός είναι Θεός. Σ᾽ αυτόν όλα είναι δυνατά. Δεν θα μπορούσε να μας επαναφέρη πάλι στον παράδεισο που εχάσαμε;
Η απάντησι δεν είναι τόσο εύκολη και απλή. Ο άνθρωπος είναι κάτι μεγάλο, όπως ελέχθη. Είναι προικισμένος με την ελευθερία. Είναι κατ᾽ εικόνα Θεού. Και πρέπει να συνεργήση για τη σωτηρία του. Αλλοιώς η διά της βίας και παρά τη θέλησί του σωτηρία είναι κόλασι για τον άνθρωπο, εξαφάνισι και εξουδετέρωσι της δυνατότητας που του χάρισε ο Θεός να μπορέση να γίνη Θεός κατά χάριν. Γι᾽ αυτό ο Θεός περίμενε αιώνες και γενεές. Για να βρεθή το κατάλληλο πρόσωπο, εκείνο που οικείᾳ βουλή, με τη θέλησί του, ελεύθερα θα έλεγε ναι στο Θεό. Θα υπάκουε στο θείο θέλημα για τη σωτηρία του ανθρώπου.
Και όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλε ο Θεός τον Υιόν Αυτού γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον εξαγοράση, ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν. Το πλήρωμα του χρόνου είναι η Παρθένος. Σκοπός της δημιουργίας ήταν να γεννηθή η Παρθένος. Όταν αυτή παρουσιάστηκε, όταν αυτή γεννήθηκε, βρέθηκε ο άνθρωπος εκείνος που θα διόρθωνε το πταίσμα των πρωτοπλάστων. Θα γεννούσε τον Σωτήρα. Θα ανεδεικνύετο Θεοτόκος. «Θεοτόκε Παρθένε, η τεκούσα τον σωτήρα, ανέτρεψας την πρώην κατάραν της Εύας…»
Αυτή είναι η καλή εν γυναξί. Η τω Θεώ προορισθείσα γενέσθαι μήτηρ αυτού. Η προεκλεχθείσα από πασών των γενεών. Αυτή που ήταν άμωμος και αμόλυντος. Που από τη βρεφική ἡλικία εισήλθε εις τα Άγια των Αγίων. «Των Αγίων εις Άγια η Αγία και άμωμος εν Αγίῳ Πνεύματι εισοικίζεται…».
Εκεί μένει. Τρέφεται κατά το σώμα με τροφή αγγέλων. Τρέφεται κατά τον νουν με ουράνια νοήματα. Δεν ζή για τον εαυτό της. Ζή για το Θεό. Και φθάνει στην ωριμότητα εκείνη να δεχθή τον αρχαγγελικό ασπασμό. Να πει ναι στο Θεό. Να πει το «γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» στον Αρχάγγελο Γαβριήλ: Ας γίνη σε μένα, στην ψυχή και στο σώμα μου, κατά το ρήμα σου, κατά την θέλησι του Θεού. Και αρχίζει να σαρκοποιή τον Υιόν και Λόγον του Θεού. Και αναδεικνύεται Θεοτόκος.
Δεν διήλθε δι᾽ αυτής ως διά σωλήνος ο Υιός του Θεού. Δεν είναι άλλος ο Υιός του Θεού και άλλος ο Υιός της Παρθένου. Ο Θεάνθρωπος, ο εις Θεός με δύο φύσεις, είναι ο Υιός του Θεού και ο Υιός της Παρθένου. Και όποιος αυτό δεν πιστεύει, εκπίπτει της υιοθεσίας που έχει επαγγελθεί, που είναι υποσχεμένη στους πιστούς.
Αυτή σαρκοποιεί διά των ιδίων αχράντων αιμάτων της, τη επισκιάσει του Αγίου Πνεύματος τον Υιόν και Λόγον του Θεού, την ευδοκία του Πατρός. Αυτή αναδεικνύεται η κλίμαξ δι᾽ ης κατέβη ο Θεός και η γέφυρα η μετάγουσα τους εκ γης προς ουρανόν. Αυτή είναι το μεθόριον της κτιστής και ακτίστου φύσεως και ουδείς αν έλθοι προς Θεόν, ει μη δι᾽ αυτής τε και του εξ αυτής Μεσίτου.
Είναι η ουρανώσασα το γεώδες ημών φύραμα. Διά της προσφοράς του καθαρού και αμόλυντου εαυτού της αρτοποιήθηκε ο άρτος της ζωής. Μπήκε στο ανθρώπινο φύραμα η ζύμη της Βασιλείας. Έκαμε τη γη ουρανό, την κτίσι δυνάμει παράδεισο.
Αυτή είναι το πέρας των προφητικών προρρήσεων. Αυτήν προκατήγγειλαν άνωθεν οι Προφήται στάμνον, ράβδον, τράπεζαν, χρυσούν θυμιατήριον, όπως ακούσαμε να ψάλουν οι ψάλται κατά την ώρα που ενεδύετο την αρχιερατική στολή ο Αρχιερεύς. Και αυτή η ένδυσις του Αρχιερέως την ανάληψι της ανθρωπίνης φύσεως υπό του Υιού και Λόγου του Θεού εικονίζει. Και όπως δεν ήταν δυνατή η πλάσις του ανθρώπου πριν υπάρξη ο πηλός, έτσι και μετά την πτώσι δεν ήταν δυνατή η ανάπλασι, χωρίς να γίνη η φύσι μας ένδυμα του κτίσαντος. Σ᾽ αυτήν λοιπόν την Παναγία Παρθένο καταλήγουν και πέρας λαμβάνουν όλες οι προφητείες και προτυπώσεις. Η βάτος, η κλίμαξ του Ιακώβ, η θάλασσα η ερυθρά, το αλατόμητον Όρος αυτήν προεμήνυαν.
Αλλά και όλη η δημιουργία -χρόνος και ιστορία- σ᾽ αυτή βρίσκει την καταξίωσι και χαρά της. «Επί σοί χαίρει, κεχαριτωμένη, πάσα η κτίσις…». Είναι εκείνη εν ή θεωρούσα η κτίσις αγάλλεται.
Και οι θείοι μελωδοί, για να εκφράσουν το άρρητο κάλλος της Παρθένου, επιστρατεύουν όλη τη δημιουργία, φέρουν όλες τίς λαμπρές εικόνες της φύσεως. Και την ονομάζουν άρουραν εύκαρπον, θάλασσαν και πέλαγος χαρισμάτων του Πνεύματος, όρθρον φαεινόν, φωτεινήν νεφέλην, άμπελον ευκληματούσαν, ελαίαν κατάκαρπον, περιστεράν αμόλυντον. Και καταλήγουν και καταλαβαίνουν οι ψαλμωδοί την αδυναμία τους, και ομολογούν: «Ὑπερίπταται, Θεοτόκε ἁγνή, το θαύμα σου την δύναμιν των λόγων».
Ξεπερνά το θαύμα και το άρρητον κάλλος της Παρθένου το θαύμα και το κάλλος της δημιουργίας. Και ένας Πατήρ της Εκκλησίας ερμηνεύει το λόγο του Θεού, διά του οποίου χαρακτηρίζει τα δημιουργήματά Του «καλά λίαν», με το πρόσωπο της Παρθένου: Το «καλά λίαν» αναφέρεται στο κάλλος και την καλωσύνη της Παρθένου. Είναι καλά, γιατί οδηγούν στην Παρθένο, καταλήγουν σ᾽ αυτήν που είναι η «καλλονή του Ιακώβ». Ο Θεός μέσω όλης της δημιουργίας διέκρινε το σκοπό, το τέλος, τον ανθό της, που είναι η Παρθένος. Γι᾽ αυτό είδε και ονόμασε καλά λίαν τα πάντα.
Σ᾽ αυτήν και δι᾽ αυτής χρόνος και φύσις καινοτομούνται. Τότε λοιπόν που παρουσιάζεται η Παρθένος, ξαναμπαίνομε στον παράδεισο της ελευθερίας και του θείου κάλλους. Ξαναπαίρνουμε την υιοθεσία. Μπορούμε να γίνωμε παιδιά του Θεού. Καταγλαΐζεται όντως ο κόσμος. Είναι η «μόνη κοσμήσασα την ανθρωπότητα τῷ τόκῳ αυτής». Όλο το κάλλος της Παρθένου είναι έσωθεν. Είναι ο καρπός της κοιλίας της, είναι ο Υιός της, το φώς του κόσμου. Τώρα ο κόσμος φωτίστηκε, έγινε καινός. Έγινε το σπίτι μας. Μπορούμε να ζήσωμε, να τραφούμε, να σωθούμε από τον Υιόν της Παρθένου και Θεόν ἡμών.
Τώρα δεν είμαστε δούλοι του νόμου, αλλά φίλοι του Χριστού. «Εγώ δεν σάς λέω δούλους, αλλά φίλους, γιατί όσα ήκουσα παρά του Πατρός μου σάς τα εγνώρισα». Μπορούμε να απολαύσωμε την υιοθεσία, να ξαναγίνωμε παιδιά του Θεού και κατά θέσι παιδιά της Αειπαρθένου, την οποία μας εμπιστεύθηκε διά του ἁγίου Ιωάννου ως Μητέρα. Τώρα όλα κινούνται, ιερουργούνται πνευματικώς με άλλους νόμους. Τώρα προχωρούμε προς το Πάσχα, τον Χριστό. Την οδό, την διάβασι, το ξεπέρασμα, την επέκτασι. Και ο μακαρισμός της γυναικός εκ του όχλου, πού είπε για τον Ιησού: «μακαρία η βαστάσασά σε και μαστοί ούς εθήλασας», συνεπληρώθη από τον Κύριον και τον Υιόν της με το: «Μενούνγε, μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν».
Και τούτο πολλές φορές ερμηνεύεται από τους εκτός της ορθοδόξου Εκκλησίας σάν υποτίμησι της Παρθένου, ενώ είναι επαύξησι του μακαρισμού της και επέκτασι και άπλωμα της ευλογίας της Θεοτόκου σ᾽ όλους: Δεν είναι μόνον αυτή μακαρία. Δι᾽ αυτής, της αειμακαρίστου και παναμώμου, μπορούν όλοι να γίνουν μακάριοι. Αυτή είναι που άκουσε το Λόγο του Θεού διά του αγγέλου, τον δέχτηκε υπάκουα και αγνά. Και δεν τον φύλαξε μόνο, αλλά συνεκράθη με αυτόν και σαρκοποίησε και γέννησε τον Θεάθρωπο Κύριο. Και αγιάστηκε η ίδια εξ αυτού. Και έγινε Παναγία. Γιατί ο Λόγος του Θεού παρθενικήν μήτραν ηγίασεν τω τόκῳ αυτού. Και τώρα κάθε άνθρωπος μπορεί να ακούση τον Λόγο του Θεού. Να τον φυλάξη μέσα του. Και, κατά το υπόδειγμα της Παρθένου, να συλλάβη τη χαρά την άφατη και να γίνη κατά χάριν μήτηρ Θεού. Και μας διαβεβαιώνει ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος: «Μακάριος ο το φώς του κόσμου εν εαυτώ μορφωθέν θεασάμενος, ότι αυτός ως έμβρυον έχων τον Χριστόν, μήτηρ αυτού λογισθήσεται, καθώς εκείνος ο αψευδής επηγγείλατο· «Μήτηρ μου» λέγων «και αδελφοί και φίλοι οὗτοί εισι». Ποίοι; «Οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και ποιούντες αυτόν». Αυτή είναι η Θεοτόκος δι᾽ ής έλαμψεν ἡμίν ο Εμμανουήλ που ανέτρεψεν την πρώην κατάραν της Εύας. Αυτή είναι που έγινε μήτηρ της ευδοκίας του Πατρός. Και ήλθε η καινή κτίσις. Και φωτίζει τα πάντα ο Χριστός, το φως του κόσμου. Και σκέπει τα πάντα η Θεομητορική στοργή της Παναγίας. Και υπάρχουν οι φίλοι του Χριστού, τά υπάκουα παιδιά της Παναγίας. Που μιμούνται τη ζωή της κατά δύναμιν, που δέχονται την ευλογία του Υιού της. Και έλκονται και νικώνται από τη στοργή της. «Χαίρε, στοργή, πάντα πόθον νικώσα». Και δέχονται επισκέψεις αρχαγγελικές.
Ένα τέτοιο υπάκουο παιδί της Παναγίας, εκλεκτός εν μοναχοίς, είναι και ο ανώνυμος υποτακτικός που δέχτηκε από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ τον ουράνιο ύμνο στο λάκκο της Καψάλας. Σταματάνε οι σκέψεις, οι ιδέες, και εκβλύζουν τά πάντα σ᾽ ένα ύμνο δοξολογίας, αίνο και μακαρισμό της Παρθένου Θεοτόκου: «Ἄξιον εστίν ως αληθώς…». Είναι ο ύμνος που εψάλη από τον Αρχάγγελο. Είναι το μεγαλυνάριο που συγκεντρώνει όλους τους ύμνους και προχωρεί από το λάκκο του Άδειν στη θάλασσα των χαρισμάτων της Παναγίας. Έκαμε δώρο την πέτρα που χαράκτηκαν τα λόγια του ύμνου, τον αγγελοδίδακτο ήχο, και την άγια εικόνα της Θεοτόκου μπροστά στην οποία έψαλε ο άγγελος.
Και αυτός έφυγε. Έμεινε άγνωστος και ανώνυμος. Του φτάνει να ζή με τους αγγέλους εσαεί και να ψάλλη με τις ουράνιες χοροστασίες τον ύμνο της Παρθένου, το «Ἄξιον εστί». Και να μετέχη της χάριτος του ανωνύμου ονόματος, που είναι ο Κύριος. Και ο ανώνυμος μοναχός χαίρεται μόνον όταν εμείς χαιρώμαστε τη χαρά των αγγέλων και υμνούμε τη Θεομήτορα και δεχόμαστε τη θεία της ευμένεια. Και αυτό είναι το όνομα του, ο πλούτος του, η ζωή του, η τρυφή του, η δόξα και η ανάπαυσί του· να μην έχη ανάπαυσι (Αποκ. δ’, 8) και να ψάλλη διά παντός μετά των μακαρίων πνευμάτων το «Ἄξιον εστί» της Παρθένου. Και το «άξιον το αρνίον» της Αποκαλύψεως (ε’, 12).
Και ο ύμνος αυτός έγινε ύμνος παναγιορείτικος. Ύμνος πανορθόδοξος. Ύμνος που μπήκε στην καρδιά της θείας Λειτουργίας. Και η εικόνα του «Ἄξιον εστίν τοποθετήθηκε στην κεντρικώτερη και ψηλότερη θέσι του συνθρόνου στο ναό του Πρωτάτου. Και στην θεία αναφορά, αφού θα υμνήση ο Ιερεύς τον Θεό με τους λόγους: «Ἄξιον και δίκαιον σέ υμνείν, σέ αινείν, σοί ευχαριστείν…», και μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων ο λαός εκφώνως και εμμελώς ψάλει το «Ἄξιον εστίν ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον…». Αφού δοξολογηθή και υμνηθή, αναπεμφθή ευχαριστία στον αόρατο και ακατάληπτον Θεό, δοξολογούμε και την αειπάρθενο κόρη, τη Θεοτόκο Μαρία, των ασωμάτων το άσμα και των πιστών το εγκαλώπισμα. Αυτή είναι η προσφορά της ανθρωπότητος στο Θεό, η καθαρότητι αγγέλους υπεράρασα. «Ημείς προσφέρομεν Μητέρα Παρθένον».
Και τώρα που γιορτάζουμε τα χίλια χρόνια του αγγελοδίδακτου ύμνου, δεν κάνουμε απλή ιστορική αναδρομή. Ζούμε εδώ εκείνο το θαύμα τώρα. Έχομε την ίδια άγια εικόνα μπροστά μας. Έχομε τον αρχάγγελο Γαβριήλ που ψάλλει μετά των μακαρίων πνευμάτων. Έχομε τον ανώνυμο μοναχό και τον άγνωστο αγιογράφο. Έχομε συγκεντρωμένους όλους τους επωνύμους και ανωνύμους, οι οποίοι στους αιώνες που πέρασαν, ταπεινώθηκαν, έκλαψαν, πόνεσαν, αγάπησαν και άκουσαν ύμνους ανάκουστους, είδαν οράματα μυστικά, τράφηκαν με ουράνιο μάννα, ενετρύφησαν στη χαρά του παραδείσου, νίκησαν τη φθορά και μπήκαν θεία χάριτι στην ελευθερία της μελλούσης Βασιλείας.
Εδώ, διά της Θεοτόκου και του Θεανθρώπου, στη θεία Λειτουργία είναι παρόντα πάντα. Αυτή είναι που κατήργησε τους φραγμούς, είναι η εν χρόνῳ τον άχρονον αφράστως κυήσασα, η τω θείῳ τόκῳ της τυπώσασα τον έξω τόπου τη θεότητι υπάρχοντα. Και τους κοσμικώς και χρονικώς διεσπαρμένους ομοχώρους και συγχρόνους ποιεί. Διά του θείου τόκου της ανήχθημεν εν υπερώῳ λειτουργικώ τόπῳ όπου τα φοβερά τελεσιουργείται.
Για όλα αυτά άξιον ως αληθώς, μακαρίζειν την Θεοτόκον.
Και μείς αξιωνόμαστε να μένομε στο περβόλι της. Και είναι κατά χάριν μεθ᾽ ημών. Ενώ μετέστη προς την ζωήν, τον κόσμον ου κατέλιπε. Και γέμισε τους λάκκους και τα υψώματα του Όρους με παιδιά δικά της, ταπεινά και άγια, που ψάλλουν με αγγέλους. Και τους κάνει συντροφιά η Θεομήτωρ. Και γράφονται στις καρδιές και τις πέτρες θείοι ύμνοι. Και μένουν στην ατμόσφαιρα και στά κελλιά και τά χώματα και τη μνήμη αρώματα ουράνιας ευωδίας. Και φωτίζουν τον ορίζοντα τη νύχτα και τη μέρα θείες οπτασίες. Και καθημερινώς υμνούμε «την καθαράν οι ακάθαρτοι».
Είναι τα κελλιά, τα μοναστήρια, τα ἡσυχαστήρια, τα μονοπάτια, τα κοιμητήρια γεμάτα θεομητορική παρουσία και κατάνυξι, που νίκησε το θάνατο, καταργεί τις αποστάσεις και γεμίζει τα πάντα παρηγοριά. Γι᾽ αυτό δοξολογούμε, ευγνωμονούμε και νοιώθουμε ότι είναι φοβερός ο τόπος ούτος. Δεν είναι τίποτα άλλο, αλλ᾽ οίκος Θεού. Και αύτη η πύλη του ουρανού.
Είναι αναρίθμητα τά θαύματα της Παναγίας, της Παρθένου, της φοβεράς προστασίας του Όρους, της Πορταϊτίσσης, της Γλυκοφιλούσης, της Οδηγητρίας, της Γοργοϋπηκόου, της Εσφαγμένης, της Κουκουζέλισσας. Της χάριτος της φανεράς και αγνώστου της Παναγίας.
Παρ᾽ όλες τις αδυναμίες μας, παρ᾽ όλες τις επιθέσεις διά των αιώνων, των πειρατών, των κουρσάρων, των κατακτητών, των δαιμόνων, των ποικίλων πειρασμών, το Όρος μένει άγιο και ιερό, μοναχικόν καταγώγιον, ιδιαίτατον ενδιαίτημα της Παρθένου. Και είναι σ᾽ αυτό κατά την αψευδή υπόσχεσί της η Θεοτόκος άμαχος σύμμαχος, των πρακτέων υφηγητής, των μη πρακτέων ερμηνευτής, τροφεύς, κηδεμών και ιατρός.
Και εφ᾽όσον τόσες φορές κάθε μέρα, τώρα και χίλια χρόνια, έμεινε η Κυρία Θεοτόκος πιστή στην υπόσχεσί της, είμαστε βέβαιοι ότι αυτή η όντως φιλόστοργος μητέρα θα μας συμπαρασταθή και την ώρα τη φοβερά της δίκης και θα γίνη πρέσβυς προς τον Υιόν της, όπως μας υποσχέθηκε, όταν εκείνος έλθη κρίναι ζώντας και νεκρούς.
Έτσι, εκτός από τά μέγιστα γεγονότα της σωτηρίας του κόσμου, τα οποία δι᾽ αυτής διεπράχθη, είναι άξιον και δίκαιον να πούμε και να ψάλωμε και για τά χίλια χρόνια της παρουσίας της Κυρίας Θεοτόκου στο Περβόλι της ακόμη μια φόρα μ᾽ όλη μας την καρδιά το: «Ἄξιον εστίν ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου